Τόσο νωρίς που είναι σχεδόν σκοτάδι ακόμα έξω.
Βρίσκομαι κοντά στο παράθυρο με καφέ,
και τα συνηθισμένα που περνάνε
για σκέψεις νωρίς το πρωί.
Όταν βλέπω το αγόρι και το φίλο του
ν’ ανηφορίζουν το δρόμο
για να μοιράσουν την εφημερίδα.
Φορούν καπέλα και πουλόβερ,
και το ένα αγόρι έχει μια τσάντα περασμένη στον ώμο του.
Είναι τόσο ευτυχισμένα
δε λένε τίποτε, αυτά τα αγόρια.
Νομίζω πως, αν μπορούσαν, θα έπιανε ο ένας
το χέρι του άλλου.
Είναι νωρίς το πρωί,
και κάνουν αυτό το πράγμα μαζί.
Πλησιάζουν, αργά.
Ο ουρανός αρχίζει να φωτίζεται
αν και το φεγγάρι κρέμεται ακόμα χλομό πάνω απ’ το νερό.
Τόση ομορφιά, που για μια στιγμή
ο θάνατος και η φιλοδοξία, ακόμα κι η αγάπη,
δεν χωρούν σε αυτήν.
Ευτυχία. Έρχεται
απροσδόκητα. Και υπερβαίνει, πράγματι,
κάθε πρωινή κουβέντα γι’ αυτήν
– Raymond Carver (μτφ: Μαρία Φακίνου) -Ποίηση, τχ.30-