Ευτυχία

Τόσο νωρίς που είναι σχεδόν σκοτάδι ακόμα έξω.
Βρίσκομαι κοντά στο παράθυρο με καφέ,
και τα συνηθισμένα που περνάνε
για σκέψεις νωρίς το πρωί.

Όταν βλέπω το αγόρι και το φίλο του
ν’ ανηφορίζουν το δρόμο
για να μοιράσουν την εφημερίδα.

Φορούν καπέλα και πουλόβερ,
και το ένα αγόρι έχει μια τσάντα περασμένη στον ώμο του.
Είναι τόσο ευτυχισμένα
δε λένε τίποτε, αυτά τα αγόρια.

Νομίζω πως, αν μπορούσαν, θα έπιανε ο ένας
το χέρι του άλλου.
Είναι νωρίς το πρωί,
και κάνουν αυτό το πράγμα μαζί.

Πλησιάζουν, αργά.
Ο ουρανός αρχίζει να φωτίζεται
αν και το φεγγάρι κρέμεται ακόμα χλομό πάνω απ’ το νερό.

Τόση ομορφιά, που για μια στιγμή
ο θάνατος και η φιλοδοξία, ακόμα κι η αγάπη,
δεν χωρούν σε αυτήν.

Ευτυχία. Έρχεται
απροσδόκητα. Και υπερβαίνει, πράγματι,
κάθε πρωινή κουβέντα γι’ αυτήν

Raymond Carver (μτφ: Μαρία Φακίνου) -Ποίηση, τχ.30-

Του μπαμπά η καρέκλα

Του μπαμπά η καρέκλα έχει μείνει αδειανή
εκεί κάτω απ’ τα πεύκα που σουβλίζαμε αρνί
Δε μιλώ για θανάτους – είναι άλλωστε κάτι κοινό
μα τους βλέπω φευγάτους, σαν γάτους
στον καινούργιο ουρανό

Του μπαμπά το φλιτζάνι είναι μέσ’ στο μπουφέ
μια ζωή δε μας φτάνει, έρωτά μου κρυφέ
Από ένα σερβίτσιο με κομμάτια δεκαοκτώ
ο μπαμπάς από ένα καπρίτσιο πάντα ζήταγε αυτό

Χόρεψα ένα βαλς
– στη μαμά μου άρεσε πάντα το στάνταρ του Στράους –
Φόραγε ο μπαμπάς ένα μπλε καπέλο
– το θέλω σαν το Μίκυ Μάους

(Κι όπως μια φορά,
άμα τραγουδάς την πληγή ξεγελάς τη φθορά,
μοιάζει να ‘ναι η γη Κυριακής χαρά)

– Σταμάτης Κραουνάκης