[00356]

Ο χειμώνας ήλθε πάλι κι όλοι γύρω στο μαγκάλι έχουν μαζευτεί.
Ρίχτε κάστανα στη θράκα, παραμύθια η γιαγιάκα θα ‘ρθει, να μας ‘πει.
Έξω πέφτει το χαλάζι και τη θύρα μας τραντάζει τώρα ο Βοριάς.
Μεσ’ την κρύα ανατριχίλα σκορπισθήκανε τα φύλλα της κληματαριάς.
Μεσ’ την άγρια τούτη μπόρα Τρομαγμένα όλα τώρα πάνε τα πουλιά.
Λίγη ζέστη για να βρούνε τσίου – τσίου, θα κρυφθούνε, μέσα στη φωλιά.

– Ο χειμώνας, του Λάκη Παπαδήμα

[00351]

Tο ψωμί           

Ξαφνικά ξύπνησε. Ήταν δυόμισι. Αναρωτήθηκε τι την ξύπνησε. Α, ναι! Κάποιος είχε σκοντάψει σε μια καρέκλα στην κουζίνα. Έστησε αυτί προς τη μεριά της κουζίνας. Έκανε ησυχία, υπερβολική ησυχία. Άπλωσε το χέρι της στο κρεβάτι και το βρήκε άδειο δίπλα της. Αυτό ήταν. Αυτό έκανε την υπερβολική ησυχία: η ανάσα του έλειπε. Σηκώθηκε και διάσχισε ψηλαφητά το σκοτεινό διαμέρισμα μέχρι την κουζίνα. Στην κουζίνα συναντήθηκαν. Η ώρα ήταν δυόμισι. Είδε κάτι άσπρο να στέκεται δίπλα στο ντουλάπι της κουζίνας. Άναψε το φως. Στέκονταν όρθιοι, αντικριστά, φορώντας τα νυχτικά τους. Μέσα στη νύχτα. Στις δυόμισι. Στην κουζίνα.

Το πιάτο του ψωμιού ήταν στο τραπέζι της κουζίνας. Είδε ότι είχε κόψει από το ψωμί. Το μαχαίρι ήταν ακόμη ακουμπισμένο δίπλα στο πιάτο. Και στο τραπεζομάντιλο υπήρχαν ψίχουλα. Όταν πήγαιναν το βράδυ να ξαπλώσουν, εκείνη πάντοτε καθάριζε το τραπεζομάντιλο. Κάθε βράδυ. Τώρα όμως υπήρχαν ψίχουλα στο τραπεζομάντιλο. Και δίπλα ήταν το μαχαίρι. Αισθάνθηκε την ψύχρα από τα πλακάκια να σκαρφαλώνει αργά πάνω στο κορμί της. Και πήρε το βλέμμα της από το πιάτο.

«Νόμισα ότι κάτι συνέβαινε εδώ», είπε εκείνος και άρχισε να ψάχνει με τα μάτια στην κουζίνα.
«Κι εγώ άκουσα κάτι», απάντησε και ταυτόχρονα σκέφτηκε πόσο πολύ γέρος φαινόταν πια εκείνος νυχτιάτικα μέσα στην πουκαμίσα του. Τόσο γέρος όσο ήταν. Εξήντα τριών. Την ημέρα μερικές φορές φαινόταν πιο νέος.
Φαίνεται πολύ γριά πια, σκέφτηκε εκείνος, με τη νυχτικιά φαίνεται πραγματικά πολύ γριά. Αλλά μπορεί να φταίγανε τα μαλλιά. Ξαφνικά σε γερνάνε τόσο πολύ.

«Έπρεπε να φορέσεις παπούτσια. Έτσι ξυπόλητη στα κρύα πλακάκια. Θα κρυώσεις».
Εκείνη δεν τον κοίταξε καν, γιατί δεν το άντεχε που της έλεγε ψέματα. Της έλεγε ψέματα μετά από τριάντα εννέα χρόνια γάμου.
«Νόμισα ότι κάτι γινόταν εδώ», είπε ξανά εκείνος και ξανακοίταξε άσκοπα από τη μια άκρη ως την άλλη, «κάτι άκουσα από εδώ. Γι’ αυτό νόμισα ότι κάτι γινόταν εδώ».
«Κι εγώ άκουσα κάτι. Αλλά να που δεν ήταν τίποτα». Πήρε το πιάτο από το τραπέζι και σκούπισε τα ψίχουλα από το τραπεζομάντιλο.
«Όχι, δεν ήταν τίποτα», επανέλαβε με αβεβαιότητα και εκείνος, σαν ηχώ.

Έσπευσε να τον βοηθήσει: «Έλα. Θα ήταν κάτι απέξω. Έλα να ξαπλώσεις. Θα κρυώσεις. Στα κρύα πλακάκια».
Εκείνος κοίταξε προς το παράθυρο. «Ναι, μάλλον θα ήταν απέξω. Νόμισα ότι κάτι γινόταν εδώ».
Σήκωσε το χέρι της προς το διακόπτη. Πρέπει να σβήσω τώρα το φως, αλλιώς θα αναγκαστώ να κοιτάξω το πιάτο, σκέφτηκε. Δεν θα επιτρέψω στον εαυτό μου να κοιτάξει το πιάτο. «Πάμε τώρα», είπε και έσβησε το φως, «πρέπει να ήταν κάτι απέξω. Η υδρορροή χτυπάει πάντα στον τοίχο, όταν φυσάει. Είμαι σίγουρη ότι ήταν η υδρορροή. Όταν φυσάει χτυπάει συνέχεια».
Ψηλαφητά διασχίσανε μαζί το σκοτεινό διάδρομο προς την κρεβατοκάμαρα. Τα γυμνά τους πόδια πλατσούριζαν στο πάτωμα.
«Ναι, έχει αέρα», είπε εκείνος. «Φυσούσε όλη τη νύχτα».

Όταν ξάπλωσαν, εκείνη είπε: «Ναι, φυσούσε όλη τη νύχτα. Ήταν πιθανόν η υδρορροή».
«Ναι, εγώ νόμισα ότι ήταν στην κουζίνα. Ήταν πιθανόν η υδρορροή». Το είπε σαν να είχε κιόλας μισοκοιμηθεί.
Αλλά εκείνη παρατήρησε πόσο κάλπικη ακουγόταν η φωνή του όταν έλεγε ψέματα.
«Κάνει κρύο», είπε και χασμουρήθηκε ελαφριά, «θα χωθώ στα σκεπάσματα. Καληνύχτα».
«Νύχτα», της αποκρίθηκε αυτός και συνέχισε: «ναι, κάνει πραγματικά πολύ κρύο».

Μετά έπεσε ησυχία. Ύστερα από πολλά λεπτά, τον άκουσε να μασάει αθόρυβα και προσεκτικά. Εκείνη ανάσαινε βαθιά και ομοιόμορφα, σκοπίμως, για να μην την καταλάβει ότι ήταν ακόμη ξύπνια. Αλλά μασούσε τόσο ρυθμικά, που εκείνη σιγά σιγά αποκοιμήθηκε.

Το επόμενο βράδυ που γύρισε σπίτι εκείνος, του έδωσε τέσσερις φέτες ψωμί. Πριν μπορούσε να τρώσει μόνο τρεις.
«Μπορείς να φας τέσσερις», του είπε και απομακρύνθηκε από τη λάμπα. «Δεν το αντέχω και πολύ αυτό το ψωμί. Φάε εσύ μια φέτα περισσότερη. Εγώ δεν το αντέχω και πολύ».
Τον είδε πως έσκυψε πάνω από το πιάτο του. Δεν σήκωσε το βλέμμα του. Εκείνη τη στιγμή τον λυπήθηκε.
«Μα δεν μπορεί να φας εσύ μόνο δύο φέτες«, είπε εκείνος μιλώντας στο πιάτο του.
«Μπορώ. Δεν το αντέχω και πολύ το ψωμί βραδιάτικα. Φάε εσύ! Φάε!»
Πέρασε λίγη ώρα· μετά κάθισε κι εκείνη στο τραπέζι, κάτω από το φως της λάμπας.

[00350]

Δύο βάτραχοι ζούσαν σε μία λίμνη.

Σάν ήρθε ένα ξερό, με καύσωνα, καλοκαίρι, ξεράθηκε η λιμνούλα και οι βάτραχοι έφυγαν και γύρευαν άλλο τόπο να ζήσουν.

Τότε έτυχε να συναντήσουν ένα βαθύ πηγάδι, και λέει ο ένας:
«Έλα, να κατεβούμε σ’ αυτό το πηγάδι!»

Μα ο άλλος απάντησε:
«Ναί, αλλά όταν και στο πηγάδι ξεραθεί το νερό, πώς θα ανεβούμε να βγούμε από αυτό;»