Τα τζιτζίκια

Η Παναγιά το πέλαγο
κρατούσε στην ποδιά της
Τη Σίκινο την Αμοργό
και τ’ άλλα τα παιδιά της

Από την άκρη του καιρού
και πίσω απ’ τους χειμώνες
Άκουγα σφύριζε η μπουρού
κι έβγαιναν οι Γοργόνες

Κι εγώ μέσα στους αχινούς
στις γούβες στ’ αρμυρίκια
Σαν τους παλιούς θαλασσινούς
ρωτούσα τα τζιτζίκια:

– Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
κι όλ’ αποκρίνονται μαζί:

– Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει

Oδυσσέας Eλύτης

[πηγή: youtube Μιχάλης Βιολάρης & χορωδία – Τα τζιτζίκια από το δίσκο “Το Θαλασσινό Τριφύλλι”]

Το τρελοβάπορο

Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά
κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα μάινα»

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ’ όνειρο
κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό

Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς

Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο

Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε

Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
μπήκαμε μές στα όλα και περάσαμε

Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!

Oδυσσέας Eλύτης, Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας (1971)

Το θαλασσινό τριφύλλι

Μια φορά στα χίλια χρόνια
του πελάγου τα τελώνια

Μες στα σκοτεινά τα φύκια
μες στα πράσινα χαλίκια
Το φυτεύουνε και βγαίνει
πριν ο ήλιος ανατείλει

Το μαγεύουνε και βγαίνει
το θαλασσινό τριφύλλι
Κι όποιος τό ’βρει δεν πεθαίνει
κι όποιος τό ’βρει δεν πεθαίνει

Μια φορά στα χίλια χρόνια
κελαηδούν αλλιώς τ’ αηδόνια
Δε γελάνε μήτε κλαίνε
μόνο λένε μόνο λένε:

– Μια φορά στα χίλια χρόνια
γίνεται η αγάπη αιώνια

Να ’χεις τύχη να ’χεις τύχη
κι η χρονιά να σου πετύχει

Κι από τ’ ουρανού τα μέρη
την αγάπη να σου φέρει

Το θαλασσινό τριφύλλι
ποιος θα βρει να μου το στείλει
Ποιος θα βρει να μου το στείλει
το θαλασσινό τριφύλλι.

Οδυσσέας Ελύτης

[πηγή: youtube Ρένα Κουμιώτη – Το θαλασσινό τριφύλλι]

Τα Ελληνάκια

Το Μάρτη περικάλεσα
και το μικρό Νοέμβρη
Τον Αύγουστο το φεγγερό
κακό να μην μας εβρει

Γιατ’ είμαστε μικρά παιδιά
είμαστε δυο Ελληνάκια
Μες στα γαλάζια πέλαγα
και στ’ άσπρα συννεφάκια

Γιατ’ είμαστε μικρά παιδιά
κι η αγάπη μας μεγάλη
Που αν τη χωρέσουμε απ’ τη μια
περσεύει από την άλλη

Κύματα σύρετε ζερβά
και σεις τα σύννεφα δεξιά
Φάληρο με Περαιά
Μια γαλανή σημαία

Οδυσσέας Ελύτης

Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική

Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική·
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.

Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν’ ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη.

Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια·
και πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι!


Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια.
Στο χώμα το στρωμένο με τ’ αμπελομάντιλα
κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστός Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων.
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!

Οδυσσέας Ελύτης. ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.

Τις ήμερες μου άθροισα

Τις ήμερες μου άθροισα και δε σε βρήκα
πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το χέρι
στη βοή των γκρεμών και των άστρων τον κυκεώνα μου!

Πήραν άλλοι τη Γνώση και άλλοι την Ισχύ
το σκοτάδι με κόπο χαράζοντας
και μικρές προσωπίδες, τη χαρά και τη θλίψη,
στη φθαρμένη την όψη αρμόζοντας.

Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν άρμοσα,
τη χαρά και τη θλίψη μου πίσω έριξα,
γενναιόδωρα πίσω μου έριξα,
την Ισχύ και τη Γνώση.

Τις ήμερες μου άθροισα κι έμεινα μόνος.

Είπαν οι άλλοι: γιατί; κι αυτός να κατοικίσει
το σπίτι με τις γλάστρες και τη λευκή μνηστή.
Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα μου άναψαν
γινάτι γι’ άλλες, πιο λευκές Ελένες!

Γι’ άλλη, πιο μυστικήν αντρειά λαχτάρησα
κι από κει που με μπόδισαν, ο αόρατος, κάλπασα
στους αγρούς τις βροχές να γυρίσω
και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων!

Είπαν οι άλλοι: γιατί; κι εκείνος να γνωρίσει
κι εκείνος τη ζωή μέσα στα μάτια του άλλου.
Αλλού μάτια δεν είδα, δεν αντίκρισα
πάρα δάκρυα μέσα στο Κενό που αγκάλιαζα
πάρα μπόρες μέσα στη γαλήνη που άντεχα.

Τις ήμερες μου άθροισα και δε σε βρήκα
και τα όπλα ζώστηκα και μόνος βγήκα
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!

Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Τα Πάθη, Δ΄

Μυρίσαι το Άριστον, XV

Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια.

Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο πράγμα ο έρωτας. Άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα. Άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι. Άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά. Με καθαρούς τόνους, θέλω να πω, που – αλίμονο – τους αντιλαμβάνονται ολοένα λιγότερο αυτοί που ολοένα περισσότερο απομακρύνονται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφομοιωμένος μας μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κάθε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.

Θέλουμε – δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο, που δίνουμε, για να μας αποδοθεί λευκό, το θνησιμαίο, αείζωο.

Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.

Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996), Ο Μικρός Ναυτίλος, Ίκαρος 1985

Προβολέας δ’

Σκηνή πρώτη: Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, δίνει διαταγή να συλλάβουν και να εκτελέσουν τους απεσταλμένους του Αρείου Πάγου, Νούτσο και Πανουργιά.

Σκηνή δεύτερη: Μια ειδική επιτροπή που επέχει θέση Στρατοδικείου κατά δικάζει το Γεώργιο Καραϊσκάκη ως “επίβουλον και προδότην της πατρίδος”.

Σκηνή τρίτη: Με καταδίκη σε θάνατο ρίχνεται στις φυλακές ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Σκηνή τέταρτη: Κυριακή πρωί, στο Ναύπλιο, έξω απ΄ την εκκλησία, ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας πέφτει κάτω απ’ τις σφαίρες των Μαυρομιχαλαίων.

Σκηνή πέμπτη: Βγαίνοντας από τον σταθμό της Λυών, στο Παρίσι, μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, ο Ελευθέριος Βενιζέλος δέχεται τις σφαίρες δύο Ελλήνων Αξιωματικών.

Σκηνή έκτη: Κάτω από τη Γερμανική Κατοχή, ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός εξοντώνει τον Συνταγματάρχη Ψαρρό, που αγωνίζεται για τον ίδιο ακριβώς σκοπό επικεφαλής ανεξάρτητης ανταρτικής ομάδας.

Σκηνή έβδομη: Στην Κύπρο, άνθρωποι σταλμένοι από τη Δικτατορική Κυβέρνηση των Αθηνών, στήνουν -με σκοπό να τον δολοφονήσουν- ενέδρα στον Εθνάρχη Μακάριο, που μόλις καταφέρνει να διαφύγει.

Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996), Ο Μικρός Ναυτίλος, Ίκαρος 1985

Η ιερή εξέταση (απόσπασμα)

Έννοια σου κι απ’ αυτά που σου αφαιρεί
σου προσθέτει ο πόνος Άνθρωπε
Ψυχοσυντήρητε
που καυχησιολογείς
Όσο θες πολέμα
δεν έχει φτέρνες η Τελειότητα
Κι είναι ανάγκη να πάμε μπροστά
να γεμίσουμε όλα τα Κενά
εάν όχι και ν’ αυτοκαταστραφούμε αντλώντας δύναμη
από τα περασμένα.
Ένας καιρός θα’ ρθει να κελαηδήσουμε όρθιοι
και στην ομορφιά γενναίοι.
Αργά-γρήγορα
τα πουλιά θα μας εξημερώσουν
[…]

Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)