Τις ήμερες μου άθροισα και δε σε βρήκα
πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το χέρι
στη βοή των γκρεμών και των άστρων τον κυκεώνα μου!
Πήραν άλλοι τη Γνώση και άλλοι την Ισχύ
το σκοτάδι με κόπο χαράζοντας
και μικρές προσωπίδες, τη χαρά και τη θλίψη,
στη φθαρμένη την όψη αρμόζοντας.
Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν άρμοσα,
τη χαρά και τη θλίψη μου πίσω έριξα,
γενναιόδωρα πίσω μου έριξα,
την Ισχύ και τη Γνώση.
Τις ήμερες μου άθροισα κι έμεινα μόνος.
Είπαν οι άλλοι: γιατί; κι αυτός να κατοικίσει
το σπίτι με τις γλάστρες και τη λευκή μνηστή.
Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα μου άναψαν
γινάτι γι’ άλλες, πιο λευκές Ελένες!
Γι’ άλλη, πιο μυστικήν αντρειά λαχτάρησα
κι από κει που με μπόδισαν, ο αόρατος, κάλπασα
στους αγρούς τις βροχές να γυρίσω
και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων!
Είπαν οι άλλοι: γιατί; κι εκείνος να γνωρίσει
κι εκείνος τη ζωή μέσα στα μάτια του άλλου.
Αλλού μάτια δεν είδα, δεν αντίκρισα
πάρα δάκρυα μέσα στο Κενό που αγκάλιαζα
πάρα μπόρες μέσα στη γαλήνη που άντεχα.
Τις ήμερες μου άθροισα και δε σε βρήκα
και τα όπλα ζώστηκα και μόνος βγήκα
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!
Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Τα Πάθη, Δ΄