Written In March

The cock is crowing,
The stream is flowing,
The small birds twitter,
The lake doth glitter
The green field sleeps in the sun;
The oldest and youngest
Are at work with the strongest;
The cattle are grazing,
Their heads never raising;
There are forty feeding like one!

Like an army defeated
The snow hath retreated,
And now doth fare ill
On the top of the bare hill;
The plowboy is whooping—anon-anon:
There’s joy in the mountains;
There’s life in the fountains;
Small clouds are sailing,
Blue sky prevailing;
The rain is over and gone!

by William Wordsworth

When we have learned how to listen to trees

For me, trees have always been the most penetrating preachers. I revere them when they live in tribes and families, in forests and groves. And even more I revere them when they stand alone. They are like lonely persons. Not like hermits who have stolen away out of some weakness, but like great, solitary men, like Beethoven and Nietzsche. In their highest boughs the world rustles, their roots rest in infinity; but they do not lose themselves there, they struggle with all the force of their lives for one thing only: to fulfill themselves according to their own laws, to build up their own form, to represent themselves. Nothing is holier, nothing is more exemplary than a beautiful, strong tree. When a tree is cut down and reveals its naked death-wound to the sun, one can read its whole history in the luminous, inscribed disk of its trunk: in the rings of its years, its scars, all the struggle, all the suffering, all the sickness, all the happiness and prosperity stand truly written, the narrow years and the luxurious years, the attacks withstood, the storms endured. And every young farmboy knows that the hardest and noblest wood has the narrowest rings, that high on the mountains and in continuing danger the most indestructible, the strongest, the ideal trees grow.

Trees are sanctuaries. Whoever knows how to speak to them, whoever knows how to listen to them, can learn the truth. They do not preach learning and precepts, they preach, undeterred by particulars, the ancient law of life.

A tree says: A kernel is hidden in me, a spark, a thought, I am life from eternal life. The attempt and the risk that the eternal mother took with me is unique, unique the form and veins of my skin, unique the smallest play of leaves in my branches and the smallest scar on my bark. I was made to form and reveal the eternal in my smallest special detail.

A tree says: My strength is trust. I know nothing about my fathers, I know nothing about the thousand children that every year spring out of me. I live out the secret of my seed to the very end, and I care for nothing else. I trust that God is in me. I trust that my labor is holy. Out of this trust I live.

When we are stricken and cannot bear our lives any longer, then a tree has something to say to us: Be still! Be still! Look at me! Life is not easy, life is not difficult. Those are childish thoughts… Home is neither here nor there. Home is within you, or home is nowhere at all.

A longing to wander tears my heart when I hear trees rustling in the wind at evening. If one listens to them silently for a long time, this longing reveals its kernel, its meaning. It is not so much a matter of escaping from one’s suffering, though it may seem to be so. It is a longing for home, for a memory of the mother, for new metaphors for life. It leads home. Every path leads homeward, every step is birth, every step is death, every grave is mother.

So the tree rustles in the evening, when we stand uneasy before our own childish thoughts: Trees have long thoughts, long-breathing and restful, just as they have longer lives than ours. They are wiser than we are, as long as we do not listen to them. But when we have learned how to listen to trees, then the brevity and the quickness and the childlike hastiness of our thoughts achieve an incomparable joy. Whoever has learned how to listen to trees no longer wants to be a tree. He wants to be nothing except what he is. That is home. That is happiness.

Hermann Hesse

[via]

Όταν τα δέντρα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων

Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία
των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο,
θροΐσματα κι οξυγόνο.
Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν.
Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δέντρα.
Όταν οι άνθρωποι καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε
και θα κλάψουνε πικρά πάνω απ’ αυτές τις τρύπες.
Πολλοί θα πέσουν μέσα.
Τα χώματα θα τους σκεπάσουν.
Κανείς δεν θα φυτρώσει.

Αργύρης Χιόνης

Δέντρα μου

Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα στη νύχτα του Δεκέμβρη,
στη σκοτεινή, βαθιά δεντροστοιχία,
μαζί πηγαίνουμε, μαζί και η μέρα θα μας έβρει,
ω ερημικά, θλιμμένα μου στοιχεία.

Αύριο, μεθαύριο, σύντροφο θα μ’ έχετε και φίλο,
τα μυστικά σας θέλω να μου πείτε,
μα όταν, αργότερα, φανεί το πρώτο νέο σας φύλλο,
θα πάω μακριά, το φως για να χαρείτε.

Κι αφού ταιριάζει, ω δέντρα μου, να μένω απ’ όλα πίσω
τα θαλερά και τα εύθυμα στην πλάση,
εγώ λιγότερο γι’ αυτό δε θα σας αγαπήσω,
όταν θα μ’ έχετε κι εσείς ακόμη προσπεράσει.

Κώστας Καρυωτάκης

Το δέντρο

Στάθηκα ακίνητος και ήμουν μέσα στο δάσος ένα δένδρο
Ξέροντας την αλήθεια για όσα ήσαν άλλοτε αθώρητα.
Μιλώ για τη Δάφνη και για το τόξο από δάφνη
Και το ζευγάρι των γερόντων που φιλοξένησε θεούς
Κι έγινε δρυς-φλαμουριά ανάμεσα στον κόσμο
Και τούτο αφού πιο πριν οι θεοί είχαν δεχθεί από αυτούς
Ευγενική φιλοξενία και είχαν προσκληθεί να εισέλθουν
Στην εστία της καρδιάς που ήταν το σπίτι τους,
Τότε μπορέσανε να κάνουν αυτό το θαυμάσιο πράγμα.
Όμως εγώ ήμουν ένα δένδρο μέσα στο δάσος
Και κατανόησα πολλά καινούργια πράγματα
Που στο μυαλό μου πριν ήσαν παράλογα.

Ezra Pound

Ιερά μου φαίνονται μόνο τα δέντρα

Ιερά μου φαίνονται μόνο τα δέντρα

μένουν στην τέλεια θέση

με προσκαλούν- «γίνε όπως εμείς

μην ταξιδεύεις πια μες τις πράξεις

δέξου ανέμους, δέξου εποχές

άς’ τη ζωή να ξέρει»

Ιερά μου φαίνονται μόνο τα δέντρα

σήματα οιωνών

φωλιές πνευμάτων

δωρητές σκιάς

αφηγούνται ολόκληρη την ιστορία

με χίλια λόγια, μ’ έναν παλμό

Ιερά μου φαίνονται μόνο τα δέντρα

παραδίνονται στ’ ολοκαύτωμα το τερπνό

ριπές ρεμβασμού φλογισμένου

μαντικές οπτασίες πυρσών

εικόνες των Τριών Παίδων

Ιερά μου φαίνονται μόνο τα δέντρα

χαϊδεμένα από το χέρι του Χαλαστή

με φροντίδα χριστουγεννιάτικη

κι ας είναι άνοιξη

κι ας είναι φθινόπωρο

Ιερά μου φαίνονται μόνο τα δέντρα

μνημεία στις παρυφές του εφήμερου

κυκλώνες ήχων, σύμπαντα

που χωρούν στ’ αυτιά και στα μάτια

Ιερά μου φαίνονται μόνο τα δέντρα

απ’ αυτά βγήκαν στέφανα

υλοτομήθηκαν του Σταυρού τα δοκάρια

μα δεν ξέρουν τι θα πει

δόξα, θυσία

μένουν εκεί

σημαίνουν

άθελά τους καρτερούν θριαμβευτικά

ή σεμνά υποκύπτουν στης θύελλας το μαρτύριο

Ιερά μου φαίνονται μόνο τα δέντρα

τα παντοδύναμα

χωρίς να το δείχνουν

κάθε φορά που τα ρίχνουν σπαράζει ο Θεός

κάθε φορά που γκρεμίζονται

η φύση αναρωτιέται «πώς γίνεται

να σωριαστεί ένας Τιτάνας,

μήπως φτάνει η Συντέλεια»;

Ιερά μου φαίνονται μόνο τα δέντρα

όπως εκείνο που έβλεπα όταν ήμουν παιδί

απ’ το παράθυρό μου

να μη βγάζει ποτέ φύλλα

έστεκε απέναντι, στο χάλασμα,

σα να περίμενε κάτι

κι εγώ προσευχόμουν οι θεοί να το λυπηθούν,

ώσπου το είδα ένα πρωί να γίνεται,

το ξερό και το στέρφο,

όλο ατόφιο ασήμι

κι αντί για φύλλωμα να στέκουν πάνω του

αστέρια αεικίνητα

κι είπα από μέσα μου

«τι σου είναι ο κόσμος»

Ιερά μου φαίνονται μόνο τα δέντρα –

και τα πουλιά.

Στρατής Πασχάλης, Κοιτάζοντας δάση (2002), Μεταίχμιο

Τα δέντρα

Τι δίκαια και πόσο σιωπηλά είναι τα δέντρα.
Δε ζητάνε στάλα παραπάνω απ’ αυτό που τους αναλογεί.
Είτε σε έρημο είτε σε πολυσύχναστη πλατεία,
η λεύκα λεύκινα, η λεμονιά λεμονένια θα ντυθεί.
Ή πάλι μετατρέπονται σε οικοτροφεία και ξενώνες
για της πλάσης τα στρουθιά – αληθινό περίττωμα η λέξη έξωση.
Στο παραμικρό αεράκι πιάνουν το τραγούδι.
Όταν τα πληγώσεις, δε βογκάνε˙ δεν τραβάνε τα πλούσια
μαλλιά τους. Δακρύζουνε κρυφά κι ακούν
οι ρίζες. Όμως καμιά φορά πεισμώνουν όταν ο άνθρωπος
τα βασανίζει. Αγριεύουν τότε, συστρέφονται, φτύνουν
τον καρπό. Εκδικούνται το χέρι που τα καίει.
Ρίχνουν χώρια μες στις πλημμύρες.
Με δένδρινα μυαλά νουθετούνε. Με θεσπίσματα
θεία αφανίζουνε φυλές.

Μανόλης Πρατικάκης

Το δάσος των ανθρώπων

Η Μαρία Νεφέλη λέει:

ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Ροές της θάλασσας κι εσείς
των άστρων μακρινές επιρροές – παρασταθείτε μου!
απ’ τα νερά της νύχτας τ’ ουρανού κοιτάξετε
πως ανεβαίνω
αμφίκυρτη
σαν τη νέα Σελήνη
και σταλάζοντας αίματα.

Ποιητή τζιτζίκι μου εγκαταλειμμένο
μεσημέρι δεν έχει πια κανείς·
σβήσε την Αττική κι έλα κοντά μου.
Θα σε πάω στο δάσος των ανθρώπων
και θα σου χορέψω γυμνή με ταμ ταμ και προσωπίδες
και θα σου δοθώ μέσα σε βρυχηθμούς και ουρλιάσματα.
Θα σου δείξω τον άνθρωπο Baobab
και τον άνθρωπο Phagus Carnamenti
τη γερόντισσα Cimmulius και το σόι της όλο
το σαρακοφαγωμένο απ’ τα παράσιτα·
θα σου δείξω τον άντρα Bumbacarao Uncarabo
τη γυναίκα του Ibou-Ibou
και τα παραμορφωμένα τέκνα τους
τα μανιταρόσκυλα
τον Cingua Banga και την Iguana Brescus
Μη φοβάσαι
με το χέρι μπροστά καθώς φανός θυέλλης
θα σε οδηγήσω
και θα σου χιμήξω·
τα νύχια μου θα μπουν στις σάρκες σου

Ο. Ελύτης, Μαρία Νεφέλη