The Galbally Farmer

One evening of late as I happened to stray
To the County Tipperary I straight took my way
To dig the potatoes and work by the day
For a farmer called Darby O’Leary
I asked him how far we were bound for to go
The night being dark and the cold wind did blow
I was hungry and tired and my spirits were low
For I got neither whiskey nor water

The dirty old miser he mounted his steed
To the Galbally mountains he rode in great speed
I followed behind ’til my poor feet did bleed
And we stopped when his old horse was weary
When we came to his cottage I entered it first
It seemed like a kennel or a ruined old church
Says I to myself I am left in the lurch
In the house of old Darby O’Leary

I well recollect it was Michaelmas night
To a hearty good supper he did me invite
A cup of sour milk that was more green than white
And it gave me the trotting disorder
The wet old potatoes would poison the cats
And the barn where my bed was was swarming with rats
The fleas would have frightened the fearless St. Pat
Who banished the snakes o’er the border

He worked me by day and he worked me by night
While he held an old candle to give me some light
I wished his potatoes would die of the blight
Or himself would go off with the fairies
It was on this old miser I looked with a frown
When the straw was brought in for to make my shakedown
And I wished that I’d never seen him nor his town
Nor the sky above Darby O’Leary
I’ve worked in Kilconnel, I’ve worked in Killmore

I worked in Knockainy and Shanballymore
In Pallas-a-Nicker and Sollohodmore
With farmers so decent and cheery
I’ve worked in Tipperary, the Rag and Rosegreen
At the mount of Kilfeakle, the Bridge of Aleen
Such woeful starvation I never yet seen
As I got from old Darby O’Leary

traditional, Darby O’Leary

Μες στου Αιγαίου

Μες στου Αιγαίου πρόβαλε να δεις
Μες στου Αιγαίου, Αιγαίου τα νησιά
Μες στου Αιγαίου τα νησιά
άγγελοι φτερουγίζουν

Και μέσα στο φτε πρόβαλ’ άστρι μου
και μέσα στο φτε στο φτερούγισμα
Α και μέσα στο φτερούγισμα
τριαντάφυλλα σκορπίζουν

Αιγαίο μου γα βοήθα Παναγιά
Αιγαίο μου γαλήνεψε
Ε ε αιγαίο μου γαλήνεψε
τα γαλανά νερά σου

Να ‘ρθούνε τα ξε πρόβαλε να δεις
να ‘ρθούνε τα ξε τα ξενάκια σου
Α, να ρθούνε τα ξενάκια σου
στα ποθητά νησιά σου

Ροδόσταμο να βοήθα Παναγιά
ροδόσταμο να γίνουνε
Α ροδόσταμο να γίνουνε
Αιγαίο τα νερά σου

Παραδοσιακό Τραγούδι
με παινέματα για εξευμενισμό της θάλασσας,
έτσι ώστε να γυρίσουν σώοι οι ναυτικοί
και οι ξενιτεμένοι στις οικογένειες τους,

με προέλευση από τη Λέρο Δωδεκανήσων.

Μέσ’ του Αιγαίου (μ)πρόβαλε να δεις μέσ’ του Αιγαίου τα νερά,
ααα… μέσ’ του Αιγαίου τα νερά άγγελοι φτερουγίζουν.

και μέσα στο φτε… βλέπε τους Παναγιά μου (τ)και μέσα στο φτε… στο φτερούγισμα,
ααα… και μέσα στο φτερούγισμα τριαντάφυλλα σκορπίζουν.

Αιγαίο μου γα… βοήθα Παναγιά μου Αιγαίο μου γαλήνεψε,
ααα… Αιγαίο μου γαλήνεψε τα γαλανά νερά σου.

Να ‘ρθουνε (ν)τα ξε… βλέπε τους Παναγιά μου να ‘ρθουνε (ν)τα ξε… τα ξενάκια σου,
ααα… να ‘ρθούνε (ν)τα ξε… τα ξενάκια σου στα ποθητά νησιά σου.

Ο ξενύχτης

[πηγή: youtube Δημήτρης Μητροπάνος – Ο ξενύχτης – Ζαμπέτας – Από την ταινία “Μάρθα, η γυναίκα του πόνου” (1970)]

Έρημος δρόμος χωρίς φεγγάρι
χλωμό θλιμμένο το παλληκάρι
γιατί βαδίζει και ψιθυρίζει
γιατί αργοκλαίει γιατί γιατί

Κλείσαν οι πόρτες της καρδιάς
σβήσαν γι’ αυτόν τα άστρα
γι’ αυτό ξενύχτης περπατά
στου στεναγμού τα κάστρα
είναι σαν φύλλο στο βοριά
δεντρί χωρίς κλωνάρια
ο έρωτας πολύ σκληρά
χτυπάει τα παλληκάρια

Ένας ξενύχτης μεσ’ στο σκοτάδι
βαρύς και μόνος αυτό το βράδυ
τι τον πικραίνει τι περιμένει
γιατί στενάζει γιατί γιατί

Κλείσαν οι πόρτες της καρδιάς
σβήσαν γι’ αυτόν τα άστρα
γι αυτό ξενύχτης περπατά
στου στεναγμού τα κάστρα
είναι σαν φύλλο στο βοριά
δεντρί χωρίς κλωνάρια
ο έρωτας πολύ σκληρά
χτυπάει τα παλληκάρια

Κλέφτικη ζωή

Μαύρη, μωρέ, πικρή είν’ η ζωή που κάνουμε
Μαύρη, μωρέ, πικρή είν’ η ζωή που κάνουμε
εμείς οι μαύροι κλέφτες, εμείς οι μαύροι κλέφτες.

Όλη, μωρέ, όλη μερούλα πόλεμο
Όλη μερούλα πόλεμο το βράδυ καραούλι, το βράδυ καραούλι

Με φό μωρέ, με φόβο τρώμε το ψωμί,
με φόβο τρώμε το ψωμί, με φόβο περπατάμε

Ποτέ, μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε, ποτέ μας δεν αλλάζουμε
και δεν ασπροφορούμε.

Δημοτικό

παραλλαγή
Κοντά, μωρέ, κοντά, στα ξημερώματα
Κοντά στα ξημερώματα γυρίζω να πλαγιάσω, γυρίζω να πλαγιάσω

Το χε- μωρέ, το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα, και το σπαθί μου στρώμα

Το κα’μωρέ, καριοφίλι μ΄αγκαλιά
Τι καριοφίλι μ΄ αγκαλιά σαν το παιδί την μάνα, σαν το παιδί τη μάνα.

Χορός του Ζαλόγγου

Έχε γεια καημένε κόσμε,
έχε γεια γλυκιά ζωή
κι εσύ δύστυχη πατρίδα,
έχε γεια παντοτινή.

Επωδός
Έχετε γεια βρυσούλες,
λόγγοι, βουνά, ραχούλες.
Έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες.

Στη στεριά δε ζει το ψάρι,
ουτ’ ανθός στην αμμουδιά
κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε,
δίχως την ελευθεριά.

Επωδός
Έχετε γεια βρυσούλες,
λόγγοι, βουνά, ραχούλες.
Έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες.

Σαν να παν σε πανηγύρι,
μ’ ανθισμένη πασχαλιά,
μες στον Άδη κατεβαίνουν,
με τραγούδια με χαρά.

Επωδός
Έχετε γεια βρυσούλες,
λόγγοι, βουνά, ραχούλες.
Έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες.

Δημοτικό

Τα κλεφτόπουλα

Μάνα μου τα (κλεφτόπουλα),
μάνα μου τα κλεφτόπουλα
τρώνε και τραγουδάνε,
άιντε πίνουν και γλεντάνε.

Μα ένα μικρό (κλεφτόπουλο),
μα ένα μικρό κλεφτόπουλο
δεν τρώει, δεν τραγουδάει,
βάι δεν πίνει δε γλεντάει.

Μόν’ τ’ άρματα (κοίταζε),
μόν τ’ άρματά του κοίταζε,
του τουφεκιού του λέει
Γεια σου Κίτσο μου λεβέντη.

Τουφέκι μου (περήφανο),
τουφέκι μου περήφανο,
σπαθί μ ξεγυμνωμένο
μια χαρά ήσουν το καμένο.

Πόσες φορές (με γλίτωσες),
πόσες φορές με γλίτωσες
απ’ των εχθρών τα χέρια
κι απ’ των Τούρκων τα μαχαίρια.

Δημοτικό

Ένας αϊτός περήφανος

Ἕνας ἀιτὸς περήφανος, ἕνας ἀιτὸς λεβέντης
ἀπὸ τὴν περηφάνεια του κι’ ἀπὸ τὴ λεβεντιά του,
δὲν πάει τὰ κατώμερα νὰ καλοξεχειμάσῃ,
μοὺ µένει ἀπάνω ’ς τὰ βουνά, ψηλὰ ’ς τὰ κορφοβούνια.
Κ’ ἔρρηξε χιόνια ’ς τὰ βουνὰ καὶ κρούσταλλα ’ς τοὺς κάμπους,
ἐμάργωσαν τὰ νύχια του κ’ ἐπέσαν τὰ φτερά του.
Κι’ ἀγνάντιο βγῆκε κ’ ἔκατσε, ’ς ἕνα ψηλὸ λιθάρι,
καὶ μὲ τὸν ἥλιο μάλωνε καὶ μὲ τὸν ἥλιο λέει.
«Ἥλιε, γιὰ δὲ βαρεῖς κ’ ἐδῶ ’ς τούτη τὴν ἀποσκιοῦρα,
νὰ λειώσουνε τὰ κρούσταλλα, νὰ λειώσουνε τὰ χιόνια,
νὰ γίνῃ μιά ἀνοιξη καλή, νὰ γίνῃ καλοκαῖρι,
νὰ ζεσταθοῦν τὰ νύχια µου, νὰ γιάνουν τὰ φτερά µου,
νὰ ρθοῦνε τἄλλα τὰ πουλιὰ καὶ τἄλλα µου τ’ ἀδέρφια.»

δημοτικό

Sister Sinead

I’m singing this song for my sister Sinead
Concerning the god awful mess that she made
When she told them her truth just as hard as she could
Her message profoundly was misunderstood

There’s humans entrusted with guarding our gold
And humans in charge of the saving of souls
And humans responded all over the world
Condemning that bald headed brave little girl

And maybe she’s crazy and maybe she ain’t
But so was Picasso and so were the saints
And she’s never been partial to shackles or chains
She’s too old for breaking and too young to tame

It’s askin’ for trouble to stick out your neck
In terms of a target a big silhouette
But some candles flicker and some candles fade
And some burn as true as my sister Sinead

And maybe she’s crazy and maybe she ain’t
But so was Picasso and so were the saints
And she’s never been partial to shackles or chains
She’s too old for breaking and too young to tame”

Kris Kristofferson

[πηγή: youtube Sinead O´connor – Madison Square Garden]