Η ζωή πίσω από ένα νικάμπ

Πώς είναι η ζωή πίσω από ένα νικάμπ; Το ερώτημα αυτό απασχόλησε τον φωτορεπόρτερ Χασάν Αμάρ του Associated Press που εργάζεται στη Μέση Ανατολή από 1998. Βλέποντας καθημερινά εκατοντάδες γυναίκες να φορούν το παραδοσιακό κάλυμμα προσώπου των μουσουλμάνων γυναικών, αποφάσισε να φορέσει ο ίδιος νικάμπ και να φωτογραφίσει τον κόσμο γύρω του.
Οι φωτογραφίες που προέκυψαν είναι εντυπωσιακές. Τα χρώματα χάνουν τη ζωντάνια τους, ο κόσμος γύρω μοιάζει θολός.
Πολλοί στον ισλαμικό κόσμο αναγκάζουν τις γυναίκες να φορούν νικάμπ. Για μερικές η επιλογή γίνεται πλέον απαίτηση με σκληρή τιμωρία σε περίπτωση ανυπακοής.
«Άρχισα να σκέφτομαι πώς η σύζυγός μου, η μητέρα μου, οι αδελφές μου και οι ανιψιές μου θα έβλεπαν τον κόσμο, εάν εξτρεμιστικές οργανώσεις τις ανάγκαζαν να φορούν νικάμπ» δήλωσε.

 

[via]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όλα κάποτε τελειώνουν

Στις 9 Νοεμβρίου του 2004, ο Σουηδός ακτιβιστής, δημοσιογράφος και συγγραφέας Στιγκ Λάρσον, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 50 ετών από καρδιακή προσβολή. Τον επόμενο μήνα η σύντροφος της ζωής του Εύα Γκάμπριελσον, ανακάλυψε ένα φάκελο ανάμεσα στα πράγματά του, ο οποίος έγραφε «να ανοιχτεί μόνο μετά το θάνατό μου». Ο Λάρσον είχε γράψει μια επιστολή στην αγαπημένη του το 1977 σε ηλικία μόλις 22 ετών.

 

Stockholm,
February 9, 1977

Eva, my love,

It’s over. One way or another, everything comes to an end. It’s all over some day. That’s perhaps one of the most fascinating truths we know about the entire universe. The stars die, the galaxies die, the planets die. And people die too. I’ve never been a believer, but the day I became interested in astronomy, I think I put aside all that was left of my fear of death. I’d realized that in comparison to the universe, a human being, a single human being, me…is infinitely small. Well, I’m not writing this letter to deliver a profound religious or philosophical lecture. I’m writing it to tell you “farewell.” I was just talking to you on the phone. I can still hear the sound of your voice. I imagine you, before my eyes…a beautiful image, a lovely memory I will keep until the end. At this very moment, reading this letter, you know that I am dead.

There are things I want you to know. As I leave for Africa, I’m aware of what’s waiting for me. I even have the feeling that this trip could bring about my death, but it’s something that I have to experience, in spite of everything. I wasn’t born to sit in an armchair. I’m not like that. Correction: I wasn’t like that…I’m not going to Africa just as a journalist, I’m going above all on a political mission, and that’s why I think this trip might lead to my death.

This is the first time I’ve written to you knowing exactly what to say: I love you, I love you, love you, love you. I want you to know that. I want you to know that I love you more than I’ve ever loved anyone. I want you to know I mean that seriously. I want you to remember me but not grieve for me. If I truly mean something to you, and I know that I do, you will probably suffer when you learn I am dead. But if I really mean something to you, don’t suffer, I don’t want that. Don’t forget me, but go on living. Live your life. Pain will fade with time, even if that’s hard to imagine right now. Live in peace, my dearest love; live, love, hate, and keep fighting…

I had a lot of faults, I know, but some good qualities as well, I hope. But you, Eva, you inspired such love in me that I was never able to express it to you…

Straighten up, square your shoulders, hold your head high. Okay? Take care of yourself, Eva. Go have a cup of coffee. It’s over. Thank you for the beautiful times we had. You made me very happy. Adieu.

I kiss you goodbye, Eva.

From Stieg, with love.

[via]

Κοιτάζει τα χέρια της

Κοιτάζει τα χέρια της. Πως έγιναν έτσι. Που βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της; Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν.
Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της «πού τα ’μαθες αυτά μω γυναίκα;» Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, έτσι που κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και τα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.
Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ’πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της: Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.
Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα. Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπε μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δε λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά το ένα μέσα στο άλλο, «κοίτα, λέει, που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα» και γελάει από μέσα της και δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ’χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.

 

Από το βιβλίο του Μιχάλη Γκανά “Γυναικών. Μικρές και πολύ μικρές ιστορίες”

Του έρωτα μέγα κακό

Ποτέ δε με αγάπησες. Σκέφτομαι. Μόνο όταν φεύγω, σου λείπω.
Έτσι κι αλλιώς, πάντα σου λείπει η αγάπη εκείνου που αποσύρεται, ακόμη κι όταν δεν τον ήθελες.
Ή ίσως και να ερωτεύτηκες τον έρωτά μου για σένα.
Δηλαδή, πάλι, τον εαυτό σου…