διάφοροι σύνδεσμοι

Discover Which Words Made Their Print Debut The Year You Were Born With This Merriam-Webster Tool

The Dick Cavett Show – YouTube Channel

Senior Fitness – 99 year old keep fit teacher YouTube – Lesson 1, Lesson 2, Lesson 3

Prickly business: the hedgehog highway that knits a village together | Environment | The Guardian

No-Bake Strawberry Cheesecake*Eggless & Without ovenHidaMari Cooking

Canterbury Astrolabe Quadrant – Wikipedia

Patronage in ancient Rome – Wikipedia

To Mend a Broken Internet, Create Online Parks | WIRED

Μαλαγουζιά – Wikipedia

LEADERSHIP LAB: The Craft of Writing EffectivelyUChicago Social Sciences YouTube 1:21:51

How To Speak by Patrick WinstonMIT OpenCourseWare YouTube 1:03:42

Daniel Goleman on Focus: The Secret to High Performance and FulfilmentIntelligence Squared YouTube 1:18:17

Capri Walking Tour 8 – The Villa JovisProwalk Tours YouTube 26:22

Σούζες και αλητεία στο Ζωγράφου. Δεκαετία του 80. YouTube 5:32

Dunhuang manuscripts – Wikipedia

The Empire of Light – Wikipedia

The Funeral of Phocion – Wikipedia

Chabrias – Wikipedia

Chares of Athens – Wikipedia

Iphicrates – Wikipedia

Phocion – Wikipedia

Book of Documents – Wikipedia

Mogao Caves – Wikipedia

Augur – Wikipedia

Damaskinos of Athens – Wikipedia

Rare 30-minute Woody Allen interview from 1979 – ‘Question de Temps’ – YouTube 33:14

By the Way, Woody Allen Is Innocent YouTube 2:34:50

David Letterman Has A Hard Time Taking Jerry Seinfeld’s High Praises YouTube 5:07

Κωνσταντίνος Καβάφης – Ο Θεόδοτος

The World of Dante Gustave Doré‘s (1832-1883) illustrations and Dante‘s Divine Comedy

Karlův most – Stavba pilíře a klenebního pole ve 14. století (πώς έφτιαξαν μια γέφυρα στο μεσαίωνα – ωραία ψηφιακή αναπαράσταση) YouTube 2:59

The 20 best sandwich recipes | Sandwiches | The Guardian

What Has Bill Gates Optimistic During the COVID Battle? YouTube 15:04

Dr. Eric Berne – Games People Play – The Theory Part I, Part II

Γιώργος Ανεμογιάννης

Ο Γιώργος Ανεμογιάννης (Παξοί, 1798 – Ναύπακτος, 1821), γνωστός και ως Γιώργης από τους Παξούς, ήταν ήρωας και μάρτυρας της Ελληνικής επανάστασης του 1821.

Τις πρώτες ημέρες του Ιούνη του 1821 ο ελληνικός στολίσκος μαζί με ρουμελιώτικα στρατεύματα επιχείρησε να κυριεύσει τη Ναύπακτο και το Αντίρριο χωρίς επιτυχία. Τα τούρκικα καράβια αρματωμένα με βαριά κανόνια ήταν αγκυροβολημένα κάτω από το κάστρο της Ναυπάκτου. Οι αγωνιστές αρμάτωσαν τότε ένα πυρπολικό πλοιάριο για να πάει δίπλα στα τουρκικά και να τα ανατινάξει. Ζήτησαν έναν καπετάνιο που θα το κυβερνούσε κανένας όμως ναυτικός από τους έμπειρους δεν παρουσιαζόταν.

Μονάχα ο Γιώργης ένα ναυτόπουλο από τους Παξούς. Οι καπετάνιοι τον ρώτησαν τι θέλει για την πληρωμή του και εκείνος απάντησε: «Τίποτα για τώρα, αλλά αν ο Θεός μου δώσει καλή τύχη και πετύχω, θα μου δώσετε 10 τάληρα για κάνω δώρο στην αρραβωνιαστικιά μου.»

Έτσι, την αυγή της 10ης Ιουνίου του 1821, το πυρπολικό σάλπαρε με καπετάνιο και ναύτη τον Γιωργή, ρυμουλκώντας τη βάρκα των διασωστών του. Καπετάνιος εκείνης της βάρκας που θα τον έπαιρνε όταν θα έβαζε τη φωτιά στο μπουρλότο ήταν ο Σπετσιώτης Μυργιάλης. Σε απόσταση ακολούθησε το μπρίκι «Λυκούργος».

Σαν έφτασαν κοντά στο Κάστρο τα κανόνια του και εκείνα των τούρκικων πλοίων άρχισαν να χτυπούν. Ο Μυργιάλης θεώρησε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα να προσεγγίσουν πιο κοντά στην είσοδο του λιμανιού. Άναψε τη φωτιά και έδωσε την εντολή στον Γιώργη να μεταβεί στη βάρκα των διασωστών του. Εκείνος αρνήθηκε και συνέχισε στην είσοδο του λιμανιού για να κολλήσει το πυρπολικό σε ένα από τα πλοία.

Στις κραυγές του Μυργιάλη «Γιώργη θα χαθείς, πήδα στη θάλασσα!», η απάντηση του ήταν: «Αδέρφια, λευτεριά δε ζητάτε; Ας χαθώ εγώ πρώτος για αυτή!»

Η πλώρη του πυρπολικού πια καιγόταν ολόκληρη και να σταθεί άλλο στο κατάστρωμα δεν ήταν δυνατό. Κρεμιέται στην πρύμνη από όπου κυβερνάει το πλοίο. Αλλά η φλόγα τον φτάνει και εκεί. Ο Γιώργος πέφτει στο νερό, προσπαθώντας με τα χέρια να στρέψει το πηδάλιο και δεν δίνει προσοχή στα σκάγια που έπεφταν.

Όταν δεν ήταν πλέον σε θέση να παραμείνει στη φλόγες και στους καπνούς, άφησε το πηδάλιο και σαν καλός κολυμβητής που ήταν, για μεγάλο χρονικό διάστημα διέφυγε από τις τουρκικές λέμβους που τον περιέβαλαν. Τελικά τον έπιασαν, τον φέραν στο κατάστρωμα της φρεγάτας. Εδώ οι Τούρκοι, τον ψήσαν στη σούβλα σαν αρνί, υπό την όψιν του ελληνικού στόλου, Στη συνέχεια το απανθρακωμένα σώμα του Γιώργου το κρέμασαν για αρκετές ημέρες στο κάστρο ως λάβαρο της βαρβαρότητας τους.

Μνημείο του Γιώργη στήθηκε στον τόπο όπου μαρτύρησε, στον ενετικό προμαχώνα στην είσοδο του λιμανιού της Ναυπάκτου και στην πατρίδα του στο νησί των Παξών.

Giorgos_Anemogiannis_1821

Εκείνη, με το διαφορετικό βλέμμα

Ο πόνος, έχει τον τρόπο του να σε αλλάζει. Σε κάνει να βλέπεις αλλιώς την ζωή και να κοιτάς κατάματα τους γύρω σου. Κάπως έτσι λοιπόν, εκείνοι που συνάντησαν στη ζωή τους πολλές απώλειες, πολύ θάνατο, συνεπώς και μοναξιά, χωρίς να το θέλουν, έγιναν πιο ανθεκτικοί από εμάς. Διαφορετικοί.
Ξέρουν, πως η στιγμή μετράει, αυτή γεννάει την αμέτρητη ευτυχία, αυτή και τις ανηφοριές. Κάθε ώρα είναι τώρα, κάθε συναίσθημα απόλυτο και οφείλεις να το καταθέτεις πριν χαθεί μαζί σου.

Σκέφτονται καθημερινά πόσο εύθραυστη είναι η ζωή και είναι σχεδόν μονίμως αφηρημένοι. Σέβονται κάθε τι ζωντανό. Ζητούν συγγνώμη, λένε ευχαριστώ και πάντα μα πάντα, το εννοούν. Ισως αργούν στις αντιδράσεις τους, αλλά μη τους παρεξηγήσεις. Είναι που κουβαλάνε πολλά χαμόγελα και όνειρά στις τρύπιες τσέπες τους.

Εκείνοι, είναι ταπεινοί. Διόλου εγωιστές, δεν θέλουν να προσβάλουν κανέναν, ούτε και να ενοχλούν. Δεν μιλάνε πολύ, προτιμούν να παρατηρουν τον κόσμο γύρω τους. Ντρέπονται και γελούν σα μικρά παιδιά. Τους αγαπούν όλους, αλλά εμπιστεύονται ελάχιστους και δεν κάνουν κακό σε κανέναν.

Σήκωσαν πολλή πραγματικότητα στους ώμους τους και πλησιάζουν τον κόσμο με μια σκληρή ευαισθησία εξαιτίας αυτού του βάρους και μια ανεπιτήδευτη αυθεντικότητα. Παίρνουν πολύ προσωπικά τη βροχή, σαν τους ποιητές, για αυτό και δεν θα δεις ποτέ κανέναν τους να κρατά ομπρέλα… Δεν κουβαλάνε θυμό μέσα τους, ούτε κακία. Μια θλίψη μόνο, μια βαθιά θλίψη που προτιμούν να την αφήνουν να κοιμάται και αχνοφαίνεται μόνο στα μάτια τους, όταν χαμογελούν ακαταλαβίστικα και ανεξήγητα για σένα και για μένα, που δεν φορέσαμε ποτέ τα παπούτσια τους…

Δεν θα παραδεχτούν ποτέ πως πονάνε, γιατί γνωρίζουν πως ο ανθρώπινος πόνος δεν μοιράζεται, ούτε και μετριέται. Ούτε και θα παλέψουν για να τους αποδεχτείς, αφού η ίδια η ζωή τούς επέλεξε για να ξεχωρίζουν. Ίσως να είναι απότομοι και νευρικοί, απαιτητικοί ακόμα, αν σ’ αγαπούν. Μα όλες τους οι αντιδράσεις είναι γνήσιες, γιατί στέκονται δίπλα σου στα ίσα, χωρίς καβάτζες.

Αν συναντήσεις έναν τέτοιο άνθρωπό ποτέ, μην ψαχουλέψεις την ψυχή του, αποδέξου τον κι αγάπησέ τον αν μπορείς. Αλλιώς, άφησέ τον να συνεχίσει το δρόμο του…

της Ιφιγένειας Βήττα
[via]

λάδι στην άσφαλτο

Όταν διάβαζα την “Πείνα” του Κνουτ Χάμσουν, τη διάβαζα χορτάτος.
Και, ως χορτάτος, συμφωνούσα με τις συνταρακτικές περιγραφές του μεγάλου Νορβηγού συγγραφέα.

Ναι, έλεγα, έτσι θα πρέπει να αισθάνεται ένας πεινασμένος.
Και, φυσικά, όταν διάβαζα την “Πείνα” – ήμουν παιδί ακόμα –
ούτε που το φανταζόμουν ότι θα ερχόταν κάποτε η εποχή που θα ζούσα κι εγώ, την περιπέτεια του χαμσουνικού ήρωα.

Η εποχή αυτή ήρθε.

Μόνο που εγώ δεν πείνασα αλητεύοντας στην παγωνιά της νορβηγικής υπαίθρου.
Πείνασα εδώ, στην Αθήνα, που τους κατοχικούς χειμώνες δεν ήταν λιγότερο παγερή από τη Νορβηγία.
Η πείνα δεν ήρθε από τη μια στιγμή στην άλλη.

Σιγά – σιγά άρχισαν να εξαφανίζονται τα αγαθά από την αγορά.
Στα μπακάλικα, που άδειασαν όλα τα ράφια τους, δε μπορούσε πια κανείς να βρει παρά μόνο σκούπες, λουλάκι και λουμίνια.
Στα μανάβικα, το πολύ – πολύ καμιά πλεξούδα σκόρδα.
Και στα χασάπικα τίποτα.

Θυμάμαι, μάλιστα, μια μέρα που ο χασάπης της γειτονιάς μας πουλούσε σπανάκι.
Ακόμα, όμως, κι όταν εξαφανίστηκαν τα τρόφιμα, δεν πέσαμε αμέσως στο έλεος της νερόβραστης λαχανίδας.
Βγήκαν, βλέπετε, στην πιάτσα οι μαυραγορίτες και μπορούσε να βρει κανείς λίγο ακριβοπληρωμένο λαδάκι, λίγο τυράκι, καμιά κονσέρβα ή κάτι άλλο φαγώσιμο.
Ύστερα χάθηκαν και οι μαυραγορίτες.

Χάθηκαν, δηλαδή, για μας, τη συντριπτική πλειοψηφία των πειναλέων, που δεν είχε την οικονομική ευχέρεια να αντιμετωπίσει τις τιμές, στις οποίες είχαν φτάσει τα παντός είδους τρόφιμα.
Και πέσαμε στη λαχανίδα και στο ρεβύθι.

ΠΕΙΝΑ…
πείνα και των γονέων,
που λένε.

Ο Αττίκ έγραφε πως “ξέχασε το χρώμα των ματιών της”.
Εμείς είχαμε ξεχάσει τη γεύση όλων των γνωστών φαγητών.
Λαχανίδα, ρεβύθι, πού και πού λίγη σταφίδα.
Και δεν ήταν μόνο η πείνα.
Ήταν και ο φόβος.
Δε ζητάγαμε τροφή μόνο επειδή πεινούσαμε.
Τη ζητάγαμε πιο πολύ από φόβο μήπως από την πείνα τα τινάξουμε.

Θυμάμαι μια φορά στην Ομόνοια, που κάποιος κουβαλούσε,
τυλιγμένη μέσα σε μια εφημερίδα, μια μπουκάλα λάδι.
Σε μια στιγμή, δεν ξέρω πως έγινε,
του γλίστρησε από τα χέρια, έπεσε κάτω στην άσφαλτο
κι έσπασε.
Και, τότε, όσοι το πήραν χαμπάρι
έπεσαν στον δρόμο με τα τέσσερα
και έγλειφαν το λάδι από την άσφαλτο.

Αλέκος Σακελλάριος, απόσπασμα από το βιβλίο: “Λες και ήταν χθες”