After A While

After a while you learn the subtle difference
between holding a hand and chaining a soul
And you learn that love doesn’t mean leaning
and company doesn’t mean security.
And you begin to learn that kisses aren’t contracts
and presents aren’t promises
And you begin to accept your defeats
with your head up and your eyes ahead
with the grace of a woman, not the grief of a child
And you learn to build all your roads on today
because tomorrow’s ground is too uncertain for plans
and futures have a way of falling down in mid-flight.

After a while you learn that even sunshine burns
if you get too much.

So you plant your own garden and decorate your own soul
instead of waiting for someone to bring you flowers.

And you learn that you really can endure
that you really are strong
and that you really do have worth
And you learn and you learn
with every goodbye you learn…

by Veronica Shoffstall

Despicable

“DESPICABLE” – Portuguese anti-racism advert

A white woman, about 51 years old, was seated next to a black man on an airplane. Obviously disturbed by this, she called the air hostess.

“Madam, what is the matter?” the hostess asked.

“You obviously do not see it,” she responded.

“You placed me next to a black man. I do not agree to sit next to someone from such a repugnant group. Give me an alternative seat.”

“Be calm please,” the hostess replied.

“Almost all the places on this flight are taken. I will go to see if another place is available.”

The Hostess went away and then came back a few minutes later.

“Mam, I spoke to the captain and he informed me that there is also no seat in the business class. All the same, we still have one place in the first class.”

Before the woman could say anything, the hostess continued, “It is not usual for our company to permit someone from the economy class to sit in the first class. However, given the circumstances, the captain feels that it would be scandalous to make someone sit next to someone so disgusting.”

The hostess turned to the black man and said “Therefore, Sir, if you would like to, please collect your hand luggage, a seat awaits you in first class.”

At that moment, the other passengers who were shocked by what they had just witnessed stood up and applauded.

Το γράμμα

Καθώς ήταν σκυμμένη, σκαλίζοντας μεσ’ στην παλιά κασέλα, για να βγάλει τη ροζ τουαλέτα της, με τις μεγάλες φουντωτές νταντέλες, το φανταχτερό εκείνο φόρεμα, που το’ χε βάλει στερνή φορά, – πάνε τριάντα τόσα χρόνια τώρα -, μια τελευταία Κυριακήν Αποκριάς, ένα χρόνο πριν να παντρευτεί κι έχωσε το χέρι, κατά τύχη, στο μικρό τσεπάκι, δεξιά, βρήκε ένα χαρτάκι διπλωμένο, ένα κίτρινο χαρτάκι τόσο δα, ξεχασμένο, και παραχωμένο σε μια δίπλα της φόδρας από μέσα. Τι να ’ταν, τάχα, εκείνο το χαρτάκι, το κιτρινισμένο απ’ τα χρόνια, που μύριζε, και κείνο, ναφθαλίνη, – και σαν τι να γύρευε, κρυμμένο στο τσεπάκι και κλειδωμένο στην παλιά κασέλα, που είχε τόσα χρόνια ν’ ανοιχτεί;… Στερέωσε με κόπο τα γυαλιά της, το ξεδίπλωσε αργά, πήγε δίπλα στο παράθυρο, και διάβασε:

«Είναι, τώρα, τόσοι μήνες, Δεσποινίς, που δε μπορώ να βρω την ευκαιρία, να Σας πω το Μεγάλο Μυστικό μου! Τόσους μήνες, το κρατώ κρυμμένο, και μέρα – νύχτα μού μαραίνει την καρδιά! Ίσως να φταίει κι η πολλή δειλία μου, σ’ αυτό, να μην τολμήσω να Σας το φανερώσω, – ίσως να φταίει κι η δική Σας η ψυχρότητα, κι η απόσταση, κι ο τυπικός ο πάγος, που επιμένετε να μπαίνει, μεταξύ μας! Κι όμως, εγώ, δεν παύω να Σας σκέπτομαι, και να ζω, με την ανάμνησή Σας…
Περιμένω την απάντησή Σας…
Ένα φτωχό παιδί,
που Σας λατρεύει…»

Έμεινε με τα μάτια καρφωμένα στο γραφικόν εκείνο χαρακτήρα, που της φαινόταν άγνωστος και ξένος. Στάθηκε σκεφτική κι απορημένη, μπροστά στο μικρόν εκείνο γρίφο, που πρόβαλλε τόσο ξαφνικά, τόσο ανέλπιστα και τόσο απροσδόκητα, – τόσο πειραχτικά, σαν ένα σκάνδαλο, τώρα, στα πενήντα της χρόνια… Το διάβασε ξανά, με προσοχή, με μια μικρή τρεμούλα στην καρδιά. Κι έριξε γύρω της τα μάτια φοβισμένα, μήπως και την έβλεπε κανένας – σα να ‘ταν είκοσι χρονών παιδούλα, κι έκανε κάτι, που δεν έπρεπε να κάνει, και φυλαγόταν απ’ τα ξένα μάτια, αυτή, που τώρα κόντευε να ‘χει και δισέγγονα! Έκλεισε με προφύλαξη την πόρτα, και κάθισε στο χαμηλό ντιβάνι, για ν’ αφήσει τη σκέψη της ελεύθερη να καλοθυμηθεί τα Περασμένα…

Και θυμάται, μεσ’ στη συλλογή της, την τρέλα της Αποκριάς εκείνης, το μεγάλο φιλικό σαλόνι, που περνούσαν ένα πλήθος μάσκες, μεσ’ στα φώτα και μεσ’ στις σερπαντίνες, που μπλεκόντουσαν απ’ όλες τις μεριές. Ήταν απάνω στα δεκαοχτώ της χρόνια, λάμποντας, όλη, μέσ’ στην πρώτην ομορφιά της, με τη ροζ εκείνη τουαλέτα, που δεν την ξαναφόρεσε ποτέ της, από τότε… Θυμάται τις ματιές των καβαλιέρων, τις κουραστικές φιλοφρονήσεις τους, κάποια δειλά σφιξίματα χεριών, κάποια λόγια τρυφερά, θερμά και φευγαλέα, – αλλά και πόσο διακριτικά, στις ξαναμμένες αλυσίδες της καντρίλιας, ή στα στριφογυρίσματα ενός ωραίου βαλς… Θυμάται τον πατέρα της, στην άκρη, με τη μεγάλη στρατιωτική στολή του, τριγυρισμένον από άλλους συναδέλφους, όλους με τη μεγάλη τους φανταχτερή στολή, που την κοιτούσε, κάθε τόσο, με καμάρι. Θυμάται τη μητέρα της, με το μαβί της φόρεμα, καθισμένη σε μια πολυθρόνα, τον αδερφό της, – έναν πράσινο πιερότο, με μεγάλα χρυσαφιά κουμπιά -, και τη μικρότερή της αδερφούλα, ντυμένη, και κείνη, κολομπίνα, με τη μισή της βελουδένια μάσκα κι ένα μεγάλο φιόγκο, στα μαλλιά…
Τα θυμάται, όλ’ αυτά, τόσο καλά, που της φαίνεται για μια στιγμή, και πάλι, πως βρίσκεται στη φωτισμένη σάλα, παραδομένη στο μεθύσι του χορού, κι αντικρίζει τους πολυελαίους, με τα στολισμένα κρύσταλλά τους, μεσ’ στο βαθύ ρυθμό της μουσικής, και τους αργούς παθητικούς της ήχους των βιολιών, να της δίνουν ένα ρίγος στην καρδιά, και να γιομίζουν μ’ ανεξήγητη λαχτάρα την παιδική της, ξένοιαστη ψυχή, σαν ποτήρια δυνατού κρασιού, που ανεβάζει, ξαφνικά, το αίμα στο κεφάλι…
Ποιος απ’ όλους τους τρελούς εκείνους, γύρω, να της έβαλε, με τρόπο, μέσ’ στη τσέπη, το φλογερό εκείνο γραμματάκι, που το βρίσκει τώρα κατά τύχη, πρώτη φορά, και μετά τόσα χρόνια. Ποιος, απ’ τους τρελούς εκείνους νέους, να ’χε τολμήσει μυστικά, την κίνηση αυτή;…

Τους φέρνει όλους, έναν – έναν, στο μυαλό της, και χάνεται σε πλήθος υποθέσεις: τους ξαναβλέπει, με την άψογη χωρίστρα τους, με τα ξανθά, ή καστανά, ή μαύρα μαλλιά, με το μικρό τους το φιογκάκι, στο λαιμό, – άλλους άβγαλτα κι αμούστακα παιδιά, μ’ ένα χνούδι ελαφρό στ’ απάνω χείλι, κι άλλους σοβαρούς και μετρημένους, με τρόπους ήρεμους κι αδρούς κι εκζητημένους, και πιο λιγόλογους και πιο προσεχτικούς. Τους ξαναφέρνει όλους στο μυαλό, – και προσπαθεί, μετά τριάντα χρόνια, να τους ζυγίσει, να τους ψυχολογήσει… Όλοι αυτοί, ποιος ξέρει πού να βρίσκονται, κι αν υπάρχουν, κι αν είναι πεθαμένοι! Μερικοί είναι, τώρα, γέροι, αποκαταστημένοι από χρόνια, κι έχουν αξιώματα μεγάλα και τρανά – άλλος πρεσβευτής, άλλος γιατρός, καθηγητής του Πανεπιστημίου -, κι ένας άλλος, και πρωθυπουργός! Άλλος, μόλις πέθανε, τον περασμένο χρόνο, κι άλλος αυτοκτόνησε, τρελός…

Αυτούς τους λίγους, τους θυμάται καθαρά. Ήταν, όμως, κι άλλοι, που μήτε τους θυμάται, μονάχα κάποιες φυσιογνωμίες, άλλες πολύ νόστιμες και συμπαθητικές, κι άλλες βλακώδεις κι αποκρουστικές… Κι ήταν, ακόμα, κι ένα πλήθος μασκαράδες, – ένα σωρό παλιάτσοι και πιερότοι και μαύρα ντόμινα, και κωμικά κεφάλια, κι απάχηδες, με βελουδένια ρούχα, που πέρασαν κοντά της, μια στιγμή, και σ’ άλλους έδωσε το χέρι μοναχά και μ’ άλλους χόρεψε, για λίγο, μεσ’ στη σάλα, και μ’ άλλους άλλαξε δυο σύντομα πειράγματα, – ποιον να διαλέξει, απ’ αυτούς, και ποιον να ξεχωρίσει;…

Θυμάται, βέβαια, δυο νέους, πιο πολύ, που την είχαν πάρει το κατόπι, και την πολιορκούσαν όλην την ώραν, και που την έκαναν να στενοχωρηθεί, με τις ανοησίες τους, και με την επιμονή τους. Ο ένας ήταν ο τώρα πρεσβευτής, κι ο άλλος, ένας κόκκινος πιερότος, με βαριά φωνή, και μακροπρόσωπος, που της φανερώθηκε, στο τέλος, πως ήταν από χρόνια, γείτονάς της, ένας χάχας, ένας βλάκας και μισός… Αλλά κι οι δυο τους, «αθωώθηκαν» αμέσως: δεν ήταν ικανοί, γι’ αυτό το πράμα! Της είχαν πει, κι οι δυο, τόσες βλακείες, που δε θα ήταν λογικό και δυνατό, να σκαρώσουν ένα τέτοιο γράμμα…

Και ξαφνικά θυμήθηκε τον τρίτο. Ένα παιδί χλωμό κι ασθενικό, με σκούρα μάτια, μελαγχολικά, που την κοιτούσε διαρκώς, χωρίς να βγάνει λέξη. Το χλωμό κι ασθενικό αυτό παιδί, με τα βαθιά και κουρασμένα μάτια, και με τα μαύρα και σγουρά μαλλιά, ήταν και κείνο, κάποιο γειτονόπουλο, φοιτητάκος της φιλολογίας, και πέθανε, μετά δυο – τρία χρόνια, σε κάποια πόλη της Ευρώπης, φθισικό… Μ’ αυτό, δεν άλλαξε, ποτέ, καμιά κουβέντα, ούτ’ έτυχε μαζί του να χορέψει. Αλλά θυμάται ζωηρά, – γιατί να τα θυμάται; – τα παραπονεμένα του τα μάτια, δυο μάτια που βιαζόντουσαν να ζήσουν, το λυπημένο κι αχαμνό χαμόγελό του, το μαραμένο και μεγάλο μέτωπό του, με τις δυο μικρές προεξοχές, και τα βαθουλωμένα μάγουλά του, και τ’ αναιμικά, λεπτά του χείλη, με μια σειρά κατάλευκων κι αστραφτερών δοντιών… Θυμάται το συνεσταλμένο τρόπο του, και με πόση προθυμία παραμέριζε, κάθε που πήγαινε κοντά του, να περάσει…

Το θυμάται, τώρα, καθαρά, – κι όμως το είχε τόσο λησμονήσει -, με το σοβαρό παράστημά του, καθώς περνούσε, ταχτικά, στο σπίτι της μπροστά, κι έριχνε τα μάτια του δειλά, στο χαμηλό της παραθύρι, προς τον κήπο, κάθε βράδυ, την ώρα που βασίλευε, και κείνο γύριζε απ’ τα μαθήματά του, και πήγαινε στο σπίτι του νωρίς, να μελετήσει. Της είχαν πει πως έγραφε και στίχους, και πως τους δημοσίευε στα περιοδικά, – αν και δεν έτυχε ποτέ να δει κανένα ποίημά του… Μια φιλενάδα της, μάλιστα, που το ’ξερε, και της μιλούσε με πολλή συμπάθεια γι’ αυτό, φοιτήτρια στην ίδια τη σχολή, – της είχε πει πως είχε γράψει κι ένα ποίημα αφιερωμένο στ’ όνομά της, με τ’ αρχικά της: Β.Κ.Δ. -, και σε στίχους, καθώς λέγανε, καλούς. Αλλά δεν είχε δώσει, τότε, σημασία, – ούτε το πήρε και ποτέ στα σοβαρά…

Γιατί τώρα μετά τόσα χρόνια, να το σέρνει πάλι στο μυαλό της, το χλωμό κι ασθενικό παιδί, και να θυμάται τόσες λεπτομέρειες, που δεν τις είχε θυμηθεί πρωτύτερα; Γιατί, παραμερίζουσα τους άλλους, τους πολλούς, να το θυμάται, το φτωχό αυτό παιδί, τόσο νοσταλγικά, τόσο βαθιά, αυτή, που το ’χε, τόσα χρόνια, λησμονήσει, τόσα χρόνια μετά την παντρειά της, – την παντρειά της, και το θάνατό του;

Ξαναδιαβάζει το κιτρινισμένο γράμμα, κι η πεποίθησή της μεγαλώνει πως το φθισικό αυτό παιδί, της είχε γράψει τις πικρές αυτές αράδες, και της είχε βάλει μεσ’ στην τσέπη, τριάντα – τόσα χρόνια πιο μπροστά. Κι αυτή δεν έβαλε το χέρι της, να ψάξει, – κι ούτε και ξαναφόρεσε ποτέ αυτό το ρούχο, αλλά το παράχωσε μεσ’ στην παλιά κασέλα, μαζί με τόσες άλλες αναμνήσεις, γιατί παντρεύτηκε μετά, τον άλλο χρόνο, και δεν το ξανακοίταξε ποτέ – ποτέ της πια!…

Σκυμμένη, τώρα, μπροστά σ’ αυτό το γράμμα, χάνεται, ξανά στα Περασμένα. Όλη η περασμένη της ζωή, ξαναπερνάει στα θολά της μάτια, σα μια οπτασία μαγική!

Μέσ’ στην κάμαρα, τώρα σκοτεινιάζει. Το παράθυρο, και κείνο, σκοτεινιάζει, κι ένα φως χλωμό κι ασθενικό, – σαν το χλωμό κι ασθενικό παιδί –, χρωματίζει το τετράγωνό του, με την αποθεωτική, μουντή, στερνή του λάμψη, – σαν ένας όψιμος, πικρός αποχαιρετισμός… Απ’ τον υγρό, το μαραμένο κήπο ανεβαίνουν φθινοπωρινά αρώματα, σαν από πεσμένα, σάπια φύλλα…

-«Περιμένω την απάντησή Σας».

Μα η απάντηση αυτή, δε δόθηκε ποτέ! Το παιδί κοιμάται, τώρα, μεσ’ στο χώμα…

Κάποια δάκρυα της έρχονται στα βλέφαρα, – δάκρυα, όχι από τα συνηθισμένα, αλλά βαριά, βουβά, σπαραχτικά, με μια μυστηριώδη νοσταλγία…

Κι άξαφνα, μέσα στην αφαίρεσή της, μια παιδιάστικη φωνούλα, – μια φωνούλα δυνατή και δροσερή, που ξέσπασε, χαρούμενα, στη διπλανή την πόρτα:

-Καλέ, γιαγιά, δε θα ’ρθεις, λοιπόν, να φάμε!…

Σκουπίζει γρήγορα τα δακρυσμένα μάτια, βάζει ξανά, τρεμουλιαστά, το γράμμα, μεσ’ στην τσέπη, κλειδώνει την κασέλα βιαστικά, και προχωρεί προς την τραπεζαρία, που την περιμένουν τα παιδιά της, μαζί με τη μικρή της εγγονούλα, καθισμένα γύρω στο τραπέζι, μπροστά στη μεγάλη τη σουπιέρα, – και που γελούνε με το πάθημά της, που να λησμονηθεί στην κάμαρά της, κι οι άλλοι, λίγο έλειψε, με μυστικά γνεψίματα, να της κρεμάσουν, κιόλας, το κουτάλι…-