Αὐτὸ τὸ ἀστέρι εἶναι γιὰ ὅλους μας

Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά ῾ρχεται πιὸ γρήγορα
νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι,
νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ ὅλες τὶς καμπάνες τους
νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.

Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.

Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.

Τάσος Λειβαδίτης

Η Μαργαρίτα δεν έφτασε ποτέ

Η Μαργαρίτα δεν έφτασε ποτέ
Οι κάμαρες που αγαπηθήκαμε ταξιδεύουν μες στην ομίχλη,
η Μαργαρίτα ανάβει ένα κερί και κατεβαίνει τη σκάλα,
το παλιό σχολείο έκλεισε, το φεγγάρι γράφει με κιμωλία πάνω στα τζάμια
– κι αχ, πως να σου φτάσει μια ζωή μέσα στο ατέλειωτο άγνωστο
μιας νύχτας του φθινοπώρου,
κι η Μαργαρίτα κρατάει το αναμμένο κερί
και κατεβαίνει τη σκάλα, περνάει ανάμεσα στους νεκρόυς της
και μπαίνει στη ζωή της,
“είναι κανείς εδώ;” ρωτάει και ξανά
“είναι κανείς εδώ;”, καμιά απάντηση
και θα περάσει πολύς καιρός
– γιατί κι η ποίηση είναι σαν μια εξομολόγηση αργά τη νύχτα,
σ΄ένα πρόσωπο που άξαφνα πέθανε
και μεις συνεχίζουμε να μιλάμε.

– Τάσος Λειβαδίτης

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν΄αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.
Θα βγείς στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ΄τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις
πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν΄αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ΄απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ΄απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν΄ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν΄ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ΄το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ΄αποχαιρετήσεις όλ΄αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ΄άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ΄ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι΄ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
απ΄τ΄άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν΄ ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ΄ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ΄αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη :
Ειρήνη
σα ναγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ΄ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ΄την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν΄ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Τάσος Λειβαδίτης

Μια γυναίκα

Ένα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
Σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη
Έσταζες όλη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
Τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
Απ’ όπου θα περνούσαν οι αιώνες –α, για να γεννηθείς εσύ
Κι εγώ για να σε συναντήσω
Γι αυτό έγινε ο κόσμος.
Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη σκάλα που ανέβαινα
Πάνω απ’ το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
Ως τ’ ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.

«Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» έλεγα.
Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου:
«Έχει ψύχρα απόψε».
Τα μάτια σου καρφώνονταν αδιάκοπα πάνω στην πόρτα
Με κείνο το ακαθόριστο βλέμμα
Που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά.
Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα
Και σ’ αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια
Μα ήταν σα να ‘ξυνα με τα νύχια μου
Το αδιάφορο χώμα ενός τάφου
Που είχαν θάψει κι όλας ολόκληρη τη ζωή μου.

Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες
Προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών
Αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας
Που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματώ την κυκλοφορία.
Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω!
Όπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένια και τα νύχια
Των νεκρών.

Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω
Ακόμα και το πρόσωπό της
Πασχίζω να θυμηθώ –τίποτα.
Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά
Που είναι κάτι περισσότερο
Κι απ’ την ανάμνησή της.
Που είναι αυτή ολόκληρη μέσα μου.
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ’ την πόρτα σου
Εσύ θα ξέρεις
Πως πέθανε σφαγμένος απ’ τα μαχαίρια των φιλιών
Που ονειρευότανε για σένα.

Ώρα να φύγω

Όμως εδώ τελείωσα. Ώρα να φύγω.

Όπως θα φύγετε κάποτε κι εσείς.

Και τα φαντάσματα της ζωής μου θα μ’ αναζητούν τώρα τρέχοντας μες στη νύχτα και τα φύλλα θα ριγούν και θα πέφτουν.

Ετσι συνήθως έρχεται το φθινόπωρο.

Γι’ αυτό, σας λέω, ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνοια/ μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική.

 

Ἐκμυστήρευση

Κι μιὰ μέρα θέλω νὰ γράψουν στὸν τάφο μου: ἔζησε στὰ σύνορα
μιᾶς ἀκαθόριστης ἡλικίας καὶ πέθανε γιὰ πράγματα μακρινὰ ποὺ
……εἶδε κάποτε σ᾿ ἕνα ἀβέβαιο ὄνειρο.

Τάσος Λειβαδίτης, Τὰ χειρόγραφά του φθινοπώρου (1990)

Ἐνοχὴ

……Τὸ ζητοῦσαν, λοιπόν, σὲ τί εἶχα φταίξει, ἔμενα τὸ μόνο μου ἔγκλημα ἦταν ὅτι δὲν μπόρεσα νὰ μεγαλώσω, κυνηγημένος πάντα, ποῦ νὰ βρεῖς καιρό, ἔτσι ἔμεινα εὔπιστος κι ἀγκάλιαζα τὸ κρύο σίδερο τῆς γέφυρας.

……Ἐνῷ ἀπ᾿ τὸ βάθος, μακριά, μὲ κοίταζε σὰν ξένο ἡ πιὸ δική μου ζωή.

Τάσος Λειβαδίτης, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972)

Xοιροστάσιο

Eίχαν αλλάξει οι καιροί, τώρα δε σκότωναν, σ’ έδειχναν μόνο με το δάχτυλο, κι αυτό αρκούσε. Ύστερα, κάνοντας έναν κύκλο που όλο στένευε, σε πλησιάζανε σιγά σιγά, εσύ υποχωρούσες, στριμωχνόσουνα στον τοίχο, ώσπου, απελπισμένος, άνοιγες μόνος σου μια τρύπα να χωθείς.
    Kι όταν ο κύκλος διαλυόταν, στη θέση σου στεκόταν ένας άλλος, καθ’ όλα αξιαγάπητος κύριος.

(από την Ποίηση. Tόμος Δεύτερος 1972-1977, Kέδρος 1987)

Oι τελευταίοι

Mεγάλα λόγια
που φωνάξαμε στους δρόμους
μικρές αλήθειες που αποσιωπήσαμε στον εαυτό μας…
[…]
…και μέναμε κι οι δυό μετέωροι κι ολομόναχοι, κρεμασμένοι
απ’ την αρπαγή
μιας ασυνάντητης ηδονής…
…είναι τώρα το ανάχωμα
ενός τάφου
που έθαψαν όλη την εφηβική παντοδυναμία μου.
[…]
…ο ουρανίσκος μου είναι
ένα μικρό κοιμητήρι όπου σαπίζουν
χιλιάδες ανείπωτα λόγια.
Tο ρόλο μας τον διαλέξαμε οι ίδιοι εμείς – την πρώτη μέρα
που διστάσαμε να πάρουμε μιάν απόφαση ή που σταθήκαμε εύκολοι
σε μιάν αναβολή.
Oλα όσα αρνηθήκαμε – αυτό είναι το πεπρωμένο μας.
[…]
…τα βήματα μιας μεγάλης ώρας που προσπαθήσαμε ν’ αποφύγουμε
τα βήματα μιάς μικρής θυσίας που δεν τολμήσαμε να κάνουμε…
[…]
…η αίσθηση του ανεκπλήρωτου
όταν είχαμε πετύχει, φιλοδοξίες, τύψεις, γενναιότητες
που σαν μεγεθυντικοί φακοί μεγάλωναν ώς το άπειρο
τον ελάχιστο εαυτό μας…
Kαι δεν είδαμε τίποτα απ’ τον απέραντο κόσμο!

(απόσπασμα από το ποίημα “Οι τελευταίοι” του Τάσου Λειβαδίτη)