“Την ημέραν των Βαΐων έκαμαν γιουρούσι στο Μισολόγγι*· οι ήρωες του Μισολογγιού, σε τόσες χιλιάδες ασκέρι, σε τόσα κανόνια, χαντάκια, καβαλαριά, εγλίτωσαν 2000, και το γυναικόπαιδο έγινε θύμα.
Μας ήρθε είδησις, μεγάλη Τετράδη, εις το δειλινό, που είχε παύσει η Συνέλευσις, και είμεθα εις κάτι ίσκιους. Μας ήλθε είδησις ότι το Μισολόγγι εχάθη. Έτσι εβάλαμεν τα μαύρα όλοι, μισή ώρα εστάθη σιωπή που δεν έκρινε κανένας, αλλ’ εμέτραε καθένας με τον νουν του τον αφανισμόν μας. Βλέποντας εγώ την σιωπήν, εσηκώθηκα εις το πόδι, και τους ομίλησα λόγια για να εμψυχωθούν. Τους είπα ότι το Μισολόγγι εχάθη ενδόξως, και θα μείνει αιώνας αιώνων η ανδρεία. Εάν βάλομεν τα μαύρα και οκνεύσομεν, θα πάρομεν το ανάθεμα και θα πάρομεν το αμάρτημα των αδυνάτων όλων. Με απεκρίθηκαν: “Τι να κάνομεν τώρα, Κολοκοτρώνη;” “Τι να κάμομεν;” του λέγω. “Την αυγήν να κάμομεν συνέλευσιν, να αποφασίσομεν κυβέρνησιν πέντε, έξι, οκτώ άτομα δια να μας κυβερνήσουν, και να διαλέξομεν και άτομα να αποφασίσουν να ανταποκρίνονται με τα εξωτερικά (που τότε ήτο περασμένος και ο μινίστρος** Κάνιγγ*** εις την Κωνσταντινούπολιν), η επιτροπή της συνελεύσεως δια τα εξωτερικά να δίδει λόγον εις την Κυβέρνησιν, και εις τον λαόν, και ημείς οι άλλοι να σκορπίσομεν εις τες επαρχίες και να πιάσομεν γενικώς τα άρματα, ως τα πρωτοπιάσαμεν εις την Επανάστασιν”.
Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα (Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής 1770-1836)