[01165]

This is the only poem
I can read
I am the only one
can write it

I didn’t kill myself
when things went wrong
I didn’t turn
to drugs or teaching
I tried to sleep
but when I couldn’t sleep
I learned to write

I learned to write
what might be read
on nights like this
by one like me

Leonard Cohen ‘The Only Poem’

01165

[01163]

Ζούσε κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ένας βασιλιάς πολύ θλιμμένος που είχε έναν υπηρέτη χαρούμενο και αισιόδοξο. Κάθε πρωί ξυπνούσε τον βασιλιά πηγαίνοντας του το πρόγευμα, τραγουδούσε χαρούμενα στιχάκια, του έκανε αστείους μορφασμούς. Στο κεφάτο πρόσωπό του υπήρχε πάντα ένα μεγάλο φωτεινό χαμόγελο, αλλά και όλη του η ζωή ήταν ήρεμη και ευτυχισμένη. Κάποια μέρα ο βασιλιάς δεν άντεξε και τον ρώτησε:

– Ποιο είναι το μυστικό σου;
– Ποιο μυστικό Μεγαλειότατε;
– Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Ποιό είναι το μυστικό της χαράς σου. Λέγε γρήγορα.
– Μα… δεν υπάρχει μυστικό Μεγαλειότατε.
– Πως τολμάς να λες ψέματα σ´ εμένα. Έχω κόψει κεφάλια για πολύ μικρότερες προσβολές, από ένα ψέμα.
– Πιστέψτε με Μεγαλειότατε, σας παρακαλώ, δεν σας κρύβω τίποτα. Δεν υπάρχει κανένα μυστικό.
– Και πως τα καταφέρνεις βρε ανόητε και είσαι όλη την μέρα τόσο κεφάτος; Σε έχω παρακολουθήσει, σε βλέπω. Όλο χαχαχού και αστεία είσαι.
– Μα Μεγαλειότατε, η ζωή ήταν τόσο γενναιόδωρη μαζί μου. Η Λαμπροσύνη σας με τιμά και με έχει στην υπηρεσία της. Με την γυναίκα μου και τα παιδιά μου μένουμε σ´ ένα ωραίο σπίτι που μας παραχώρησε το παλάτι. Μας προσφέρετε ρούχα και τροφή για όλους μας, δωρεάν εκπαίδευση στα παιδιά μου, επί πλέον δε, η Μεγαλειότητα σας μου πληρώνει και ένα μικρό μηνιαίο επίδομα, που ικανοποιεί τις μικροεπιθυμίες μας. Πως να μην είμαι ευτυχισμένος;
– Άκου, ηλίθιες δικαιολογίες έχω χορτάσει από τους συμβούλους μου. Αν δεν μου πεις το μυστικό της χαράς σου, η υπομονή μου θα εξαντληθεί και μαζί της και το κεφάλι στους ώμους σου. Είναι αδύνατον να είναι κάποιος ευτυχισμένος με αυτά που μου παρέθεσες.
– Μα Βασιλιά μου σας παρακαλώ πιστέψτε με. Δεν σας κρύβω κάτι. Πως θα μπορούσα άλλωστε. Δεν υπάρχει μυστικό.
– Χάσου από μπροστά μου ηλίθιε, πριν φωνάξω το δήμιο. Γελοίε.

Ο υπηρέτης χαμογέλασε, έκανε μια βαθειά υπόκλιση, και βγήκε από το δωμάτιο. Τον βασιλιά όμως, δεν τον χωρούσε ο τόπος. Του φαινόταν τόσο παράλογο ο βαλές του να είναι τόσο ευτυχισμένος, ζώντας σε δανεικό σπίτι, τρώγοντας από τα περισσεύματα των αυλικών, φορώντας ρούχα από δεύτερο χέρι. Αφού κατάφερε κάπως να ηρεμήσει, φώναξε τον πιο σοφό σύμβουλό του και του διηγήθηκε την συζήτηση και την απορία του.

– Πες μου γέροντα, γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι ευτυχισμένος;
– Α, Μεγαλειότατε, επειδή προφανώς βρίσκεται έξω από τον κύκλο.
– Έξω από που;
– Μα από τον κύκλο.
– Γι’ αυτό είναι ευτυχισμένος;
– Όχι μεγαλειότατε, γι” αυτό δεν είναι δυστυχισμένος.
– Δεν καταλαβαίνω γέροντα. Δηλαδή όποιος είναι στον κύκλο είναι δυστυχής; Εγώ είμαι δυστυχής διότι είμαι μέσα στον κύκλο;
– Ακριβώς βασιλιά μου.
– Και πως βγήκε;
– Δεν μπήκε ποτέ.
– Βάλθηκες να με τρελάνεις κι εσύ γέροντα. Τι στην οργή κύκλος είναι αυτός και γιατί μας προκαλεί θλίψη;
– Είναι ο κύκλος του ενενήντα εννέα.
– Και πως λειτουργεί αυτός ο διαβολόκυκλος;
– Μεγαλειότατε είναι δύσκολο να σας τον εξηγήσω με λόγια, μπορώ όμως να σας τον δείξω στην πράξη.
– Δηλαδή τι θα κάνεις;
– Αν μου επιτρέψετε θα βάλω τον υπηρέτη σας στον κύκλο.
– Πως δηλαδή, θα τον σπρώξεις; είπε ο βασιλιάς κοροϊδευτικά.
– Δεν θα χρειαστεί βασιλιά μου. Αν βρει την ευκαιρία θα μπει μόνος του.
– Και καλά, όταν μπει δεν θα δει ότι αυτό τον έκανε δυστυχισμένο, ώστε να βγει κατ´ ευθείαν;
– Θα το αντιληφθεί, αλλά δεν θα θέλει να φύγει.
– Δηλαδή μου λες ότι θα καταλάβει πως αν μπει στον κύκλο θα δυστυχήσει, αλλά παρ´ όλα αυτά θα μπει οικιοθελώς και δεν πρόκειται να ξαναβγεί;
– Ακριβώς Μεγαλειότατε. Κανένας δεν θέλει να βγει από τον κύκλο του ενενήντα εννέα. Όσο και αν τον κάνει δυστυχισμένο. Θα μάθεις λοιπόν πως λειτουργεί ο κύκλος, αλλά εσύ θα χάσεις έναν εξαίρετο υπηρέτη και το παλάτι έναν χαρούμενο άνθρωπο.
– Δεν με νοιάζει. Τι πρέπει να κάνουμε; Πότε ξεκινάμε;
– Σήμερα το βράδυ βασιλιά μου. Θα περάσω να σε πάρω. Θα έχεις ετοιμάσει ένα σακί με ενενήνταεννέα φλουριά. Ούτε ένα περισσότερο, ούτε ένα λιγότερο.
Πράγματι, την νύχτα ο σοφός πέρασε να πάρει τον βασιλιά. Πήγαν μαζί στο σπιτάκι του υπηρέτη, στην άκρη της αυλής του παλατιού, κρύφτηκαν και περίμεναν να ξημερώσει.

Μόλις αχνοφέγγισε και άναψε στο δωμάτιο ένα κερί, ο σοφός έβαλε στο σακούλι ένα μήνυμα που έλεγε:

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΣΑΙ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΑΠΟΛΑΥΣΕ ΤΟΝ. ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΠΩΣ ΤΟΝ ΒΡΗΚΕΣ.

Έδεσε το σακί στην πόρτα του υπηρέτη, χτύπησε δύο φορές και έτρεξε να ξανακρυφτεί. Όταν υπηρέτης βγήκε ξαφνιασμένος, ο βασιλιάς παρακολουθούσε πίσω από έναν θάμνο. Τον είδε να διαβάζει το μήνυμα και να ανοίγει το πουγκί. Είδε την έκπληξη στο πρόσωπό του, το αρχικό φόβο, την καχύποπτη, ερευνητική ματιά μήπως ήταν κανένας τριγύρω. Τον είδε να σφίγγει το πουγκί στην αγκαλιά του, να ανοίγει το πουκάμισο και να το βάζει στο στήθος του, να χώνεται γρήγορα σπίτι του. Μόλις άκουσαν την κλειδαριά να διπλοαμπαρώνει, ο βασιλιάς με τον σοφό πλησίασαν στο παράθυρο για να κατασκοπεύσουν.

Ο υπηρέτης είχε ρίξει στο πάτωμα τα πιατικά που ήσαν στο τραπέζι, αφήνοντας μόνο το κερί. Καθισμένος σε μια καρέκλα άδειαζε το περιεχόμενο. Τα μάτια ήταν γουρλωμένα, κόντευαν να βγουν έξω από τις κόγχες. Ήταν φανερό δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Ένα βουνό από χρυσά φλουριά. Ένας θησαυρός. Όλος δικός του. Αυτός που δεν είχε ποτέ ως τώρα στην ζωή ακουμπήσει έστω ένα χρυσό φλουρί, τώρα είχε ένα μικρό βουνό από αυτά. Δικά του. Άρχισε να τα χαζεύει και να τα κάνει στίβες. Τα κοίταζε πως άστραφταν στο φως του κεριού και χαζογελούσε. Τα συγκέντρωνε, τα σκόρπιζε για να ακούει το κουδούνισμά τους. Και όλο χαμογελούσε.

Παίζοντας άρχισε να τοποθετεί σε στίβες των δέκα. Μια δεκάδα, δύο δεκάδες, τρείς, τέσσερις, πέντε, έξι… Ταυτόχρονα έκανε και το άθροισμα. Πενήντα, εξήντα, εβδομήντα, ογδόντα, ενενήντα, εκατ… που είναι το τελευταίο; Ξαναμετρά μία μία τις στίβες να βρει το λάθος, τίποτα. Τα στήνει σε κολώνες, την μία δίπλα στην άλλη, μήπως κάποια προεξέχει… Τίποτα. Η τελευταία κολώνα ελλειμματική. Μόνο εννέα φλουριά. Κοιτάζει ερευνητικά το τραπέζι, σηκώνει το κερί, γυρίζει το μέσα έξω στο σακούλι… Τίποτα. Γονατίζει και αρχίζει να ψάχνει στο πάτωμα. Δεν μπορεί τα φλουριά ΕΠΡΕΠΕ να είναι εκατό.

– Δεν είναι δυνατόν, μονολογούσε όσο έψαχνε. Κάπου πρέπει να μου έπεσε… κάπου πρέπει να είναι. Με λήστεψαν! Αλήτες! Κερατάδες! Με κλέψανε!

Γονατισμένος κοιτούσε πάνω στο τραπέζι, έβλεπε τις κολώνες με τα φλουριά και αισθανόταν πως κάτι του είχε διαφύγει. Δεν μπορεί, κάπου έκανε λάθος. Αδύνατον η μία κολώνα να είναι κουτσή. Αλλά το φλουρί που έλειπε, πουθενά. Τελικά σαν να το πήρε απόφαση. Ενενήντα εννέα φλουριά, είναι πολλά λεφτά… συλλογίστηκε. Μπορώ να ζήσω την υπόλοιπη ζωή σαν άρχοντας… συνέχισε. Αλλά δεν είναι στρογγυλός αριθμός, ρε γαμώτο. Το εκατό, μάλιστα, είναι στρογγυλός αριθμός. Τώρα μου λείπει ένα.

Ο βασιλιάς και ο σοφός σύμβουλος κοιτούσαν από το παράθυρο. Το πρόσωπο του υπηρέτη δεν ήταν το ίδιο. Ήταν σκεπτικός, σκυθρωπός με χείλη στενά, τραβηγμένα. Με μάτια μισόκλειστα έξυνε το κεφάλι του. Κάτι σκεπτόταν. Μάζεψε τα φλουριά στο σακούλι και κοιτάζοντας καχύποπτα ολόγυρα, το έκρυψε προσεκτικά, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε πίσω από ένα σωρό καυσόξυλα. Ύστερα πήρε χαρτί και μολύβι και κάθισε να κάνει λογαριασμούς.

Πόσο καιρό πρέπει να κάνω οικονομίες, ώστε να αποκτήσω και το εκατοστό φλουρί; Ο υπηρέτης μιλούσε μόνος, παραμιλούσε ασυναίσθητα. Θα βρω και δεύτερη δουλειά, θα δουλέψω σκληρά για ένα διάστημα, μέχρι να το κερδίσω. Μετά όμως μεγάλε… άραγμα. Ναι, με εκατό φλουριά, μπορεί ένας άνθρωπος να μην δουλεύει. Μπορεί να ζει δίχως σκοτούρες. Είσαι πλούσιος! Είσαι άρχοντας! Δεν υπάρχει λόγος να δουλεύεις. αγόρι μου! Τελείωσε τους υπολογισμούς του. Αν δούλευε σκληρά κι έβαζε στην άκρη όλο το μηνιάτικο του και ότι έξτρα χρήματα έπαιρνε, σε πέντε το πολύ έξι χρόνια θα μπορούσε να αγοράσει ένα χρυσό φλουρί.

– Έξι χρόνια είναι πάρα πολλά, μονολόγησε. Θα μπορούσα όμως να βάλω και την γυναίκα μου να δουλέψει. Κάποια δουλειά θα βρει να κάνει στην πολιτεία. Θα μπορούσε να καθαρίζει σπίτια. Αλλά κι εγώ, πέντε η ώρα τελειώνω από το παλάτι. Μπορώ να κάνω το βοηθό σε κανένα μάστορα, δύο τρεις ώρες μέχρι να νυχτώσει.

Ξαναπιάνει το μολύβι και αρχίζει πάλι τους υπολογισμούς. Με την έξτρα δουλειά τη δική του και την συνεισφορά της γυναίκας του θα μάζευε τα χρήματα για το φλουρί σε τρία χρόνια. Εξακολουθούσε να είναι πολύς, πολύς καιρός.

Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε και κάποιες οικονομίες. Να πουλήσουμε ας πούμε λίγο από το φαγητό. Έτσι κι αλλιώς το πολύ φαί, κακό κάνει. Άσε που μια και είναι τζάμπα, το ´χουμε παρακάνει. Και τα χειμωνιάτικα παπούτσια. Τι χρειάζονται; Μπαίνει η Άνοιξη. Έρχονται ζέστες. Και τα επανωφόρια μπορώ να το πουλήσω. Να πουλήσω… Να πουλήσω… Πρέπει να γίνουν θυσίες. Άλλωστε θα πιάσουν τόπο. Σε δύο χρονάκια το πολύ θα αγοράσουμε το φλουρί που μας λείπει και μετά… ποιός μας πιάνει μετά. Θα είμαστε πλούσιοι. Ότι μας γυαλίζει θα το αγοράζουμε. Αυτό είναι. Δύο χρόνια στο τούνελ και μετά…

Ο βασιλιάς και ο σύμβουλος γύρισαν στο παλάτι. Ο υπηρέτης είχε μπει στον κύκλο του ενενήντα εννέα.

Τους μήνες που ακολούθησαν, ο υπηρέτης έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδια που είχε αποφασίσει εκείνο το πρωινό. Δούλευε πολύ, κουραζόταν, κακοκοιμόταν, αλλά επέμενε στην απόφασή του. Ένα πρωινό, μπήκε με το πρωινό στο δωμάτιο του βασιλιά, αργός, κακόκεφος, αμίλητος, όπως συνήθιζε τελευταία.

– Μα καλά, τί έπαθες εσύ, ρωτά τάχα ανήξερος ο βασιλιάς.
– Μια χαρά είμαι Μεγαλειότατε. Θέλετε τίποτε άλλο;
– Μέρες έχω να σ´ ακούσω να τραγουδάς. Σου συμβαίνει κάτι;
– Αν δεν κάνω λάθος, η δουλειά μου είναι σας σερβίρω και να σας βοηθώ να ντυθείτε. Δεν κάνω τη δουλειά μου; Την κάνω και μάλιστα άψογα, συνέχισε. Δεν με προσλάβατε για γελωτοποιό ούτε για τραγουδιστή.

Μετά από μερικούς μήνες, ο βασιλιάς έδιωξε τον υπηρέτη από το παλάτι. Δεν είναι ευχάριστο να περιβάλλεσαι από κακόκεφους, μουρτζούφληδες υπαλλήλους.

Ο ασπρομάλλης ψυχαναλυτής έκανε μια παύση και κοίταξε προσεκτικά τον ασθενή του. Προσπάθησε να διαβάσει τα συναισθήματα από την ιστορία στο πρόσωπό του. Ανακάθισε στην πολυθρόνα του, πήρε το ποτήρι δίπλα του και ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά σακέ. Καθάρισε την φωνή του και συνέχισε: Βλέπεις Ντεμιάν, εσύ, εγώ και όλοι μας έχουμε εκπαιδευθεί σ´ αυτήν την ηλίθια ιδεολογία.

Πάντοτε κάτι μας λείπει για να νιώσουμε ικανοποιημένοι, και δυστυχώς μόνο αν είσαι ικανοποιημένος μπορείς να απολαύσεις όσα έχεις. Γι” αυτό, μάθαμε πως τάχα η ευτυχία θα έλθει όταν ολοκληρώσουμε αυτό που μας λείπει… Και επειδή πάντα κάτι λείπει, ξαναγυρίζουμε στην αρχή και δεν απολαμβάνουμε ποτέ την ζωή… Τι θα συνέβαινε όμως, αν η φώτιση ερχόταν στις ζωές μας και αντιλαμβανόμαστε, έτσι ξαφνικά, ότι τα ενενήντα εννιά φλουριά μας είναι το 100% του θησαυρού; Ότι δεν μας λείπει τίποτα, κανένας δεν μας έκλεψε τίποτα, το εκατό δεν είναι καθόλου πιο στρογγυλός αριθμός από το ενενήντα εννιά; Ότι αυτό, είναι μόνο μια παγίδα, ένα καρότο που έβαλαν μπροστά μας, για να είμαστε βλάκες, για να σέρνουμε το κάρο, κουρασμένοι, κακόκεφοι, δυστυχείς και συμβιβασμένοι; Μια παγίδα για να μην σταματήσουμε ποτέ να σπρώχνουμε και να μείνουν όλα όπως έχουν. Αιωνίως τα ίδια. Πόσα θα άλλαζαν αν μπορούσαμε να απολαύσουμε τους θησαυρούς μας, έτσι ακριβώς όπως είναι. Έτσι ακριβώς όπως τους κατέχουμε. Προσοχή όμως Ντεμιάν.

Το να παραδεχτείς ότι το ενενηνταεννιά είναι ο θησαυρός, δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψεις τους στόχους σου. Δεν σημαίνει άραγμα, συμβιβασμός με οτιδήποτε. Γιατί άλλο το να παραδέχεσαι, κι άλλο το να συμβιβάζεσαι.
Αυτό όμως, είναι σε άλλο παραμύθι.

Jorge Bucay, Ο κύκλος του 99 – απόσπασμα από το βιβλίο του «Ιστορίες να σκεφτείς»

[via]

[01162]

Η μητέρα τους είχε φύγει από νωρίς το πρωί και τα είχε αφήσει στη Μαρίνα, μια νέα 18 χρόνων, την οποία έπαιρνε κάποιες φορές για λίγες ώρες προκειμένου να τα προσέχει με αντάλλαγμα μερικά νομίσματα.

Από τότε που είχε πεθάνει ο πατέρας, οι καιροί είχαν δυσκολέψει πολύ για να το ρισκάρει να λείψει από τη δουλειά όταν η γιαγιά αρρώσταινε ή έλειπε από την πόλη.
Όταν ο φίλος της κοπέλας τηλεφώνησε για να της προτείνει μια βόλτα με το καινούργιο του αυτοκίνητο, η Μαρίνα δεν δίστασε και πολύ. Άλλωστε, τα παιδιά κοιμόντουσαν όπως κάθε απόγευμα, και δεν θα ξυπνούσαν πριν τις πέντε.

Μόλις άκουσε την κόρνα, άρπαξε την τσάντα της κι άφησε ανοιχτό το ακουστικό του τηλεφώνου. Προνόησε να κλειδώσει την πόρτα του δωματίου και φύλαξε το κλειδί στην τσέπη της. Δεν ήθελε να διακινδυνέψει να ξυπνούσε ο Πάντσο και να κατέβαινε τη σκάλα για να την ψάξει, γιατί, όπως και να ‘χει, ήταν μόνο έξι χρόνων, και με την παραμικρή απροσεξία μπορούσε να σκοντάψει και να χτυπήσει. Επίσης, σκέφτηκε ότι αν συνέβαινε αυτό, δεν θα ήξερε πώς να εξηγήσει στη μητέρα το λόγο για τον οποίο το παιδί δεν την είχε βρει.

Ίσως να ήταν ένα βραχυκύκλωμα στην τηλεόραση ή σε κάποιο από τα φώτα του σαλονιού, ή μπορεί μια φλόγα στα καυσόξυλα – το θέμα είναι ότι όταν οι κουρτίνες άρχισαν να καίγονται, η φωτιά έφτασε γρήγορα στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια.
Τον ξύπνησε ο βήχας του μωρού, εξαιτίας του καπνού που περνούσε κάτω από την πόρτα. Χωρίς να σκεφτεί, ο Πάντσο πήδηξε απ΄ το κρεβάτι και πίεσε με δύναμη το πόμολο για ν΄ ανοίξει την πόρτα, αλλά δεν τα κατάφερε. Όπως και να ‘χει, ακόμα κι αν το είχε καταφέρει, οι φλόγες θα είχαν καταβροχθίσει τον ίδιο και τον λίγων μηνών αδελφό του σε ελάχιστα λεπτά.

Ο Πάντσο φώναξε τη Μαρίνα, αλλά κανείς δεν απάντησε στην έκκλησή του. Έτσι, έτρεξε στο τηλέφωνο του δωματίου (αυτός ήξερε πώς να παίρνει τηλέφωνο τη μαμά του) αλλά δεν υπήρχε γραμμή.

Ο Πάντσο συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να βγάλει τον αδελφό του από κει μέσα. Προσπάθησε να ανοίξει το παράθυρο που έβγαζε στο περβάζι, αλλά ήταν αδύνατο για τα μικρά του χέρια να λύσει την ασφάλεια και – ακόμα κι αν τα κατάφερνε – θα έπρεπε να ξεμπλέξει και με τη σήτα που οι γονείς του είχαν βάλει για προστασία.

Όταν οι πυροσβέστες τελείωσαν με το σβήσιμο της φωτιάς, το θέμα συζήτησης όλων ήταν το ίδιο:
– Πώς μπόρεσε αυτό το τόσο μικρό παιδί να σπάσει με την κρεμάστρα το τζάμι και μετά να σχίσει τη σήτα;
– Πώς μπόρεσε να φορτώσει το μωρό στο σακίδιο;
– Πώς μπόρεσε να περπατήσει στο περβάζι κουβαλώντας σημαντικό βάρος και να κατέβει από το δέντρο;
– Πώς μπόρεσε να σώσει τη ζωή του αδελφού του και τη δική του;

Ο ηλικιωμένος πυροσβέστης, άνθρωπος σοφός που όλοι σέβονταν, τους έδωσε την απάντηση:
“Ο μικρός Πάντσο ήταν μόνος…
Δεν είχε κανέναν να του πει ότι δεν μπορούσε”…

Jorge Bucay, απόσπασμα από το βιβλίο του «Ιστορίες να σκεφτείς»

[01161]

Μερικοί απόφοιτοι με καλές δουλειές πλέον, συζητούσαν για τις ζωές τους. Σε μία «γιορτή σχολικής επανένωσης» αποφάσισαν να επισκεφτούν τον παλαιό καθηγητή τους, συνταξιούχο πλέον, που πάντοτε ήταν πηγή έμπνευσης για αυτούς. Κατά την επίσκεψη, η συζήτηση, περιστράφηκε γύρω από τα παράπονά τους για την δουλειά, την ζωή τους και τις σχέσεις τους με τους άλλους.

Ο καθηγητής, τους έφτιαξε ζεστή σοκολάτα σε μία μεγάλη καράφα, φέρνοντας ταυτόχρονα και πολλές κούπες διαφόρων ειδών και υλικών, ακριβές και φτηνές, όμορφες και άσχημες. Έπειτα, τους κάλεσε να σερβιριστούν μόνοι τους. Όταν όλοι πήραν από μία κούπα, ο καθηγητής, είπε: Προσέξατε ότι προτιμήσατε όλοι τις όμορφες και ακριβές κούπες, αφήνοντας πίσω, τις φθηνές και άσχημες; Ενώ είναι φυσικό για εσάς να θέλετε το καλύτερο για τον εαυτό σας, αυτό ακριβώς είναι και η αιτία όμως των προβλημάτων σας. Η κούπα, δεν προσθέτει τίποτα στην ποιότητα της σοκολάτας. Συνήθως, είναι απλά πιο ακριβή και σε κάποιες περιπτώσεις κρύβει και αυτό που πίνετε.

Αυτό που πραγματικά θέλατε, ήταν ζεστή σοκολάτα. Δεν θέλατε κούπα. Αλλά συνειδητά, διαλέξατε, την πιο καλή κούπα. Και πολύ σύντομα, αρχίσατε να κοιτάτε τις κούπες των άλλων. Τώρα σκεφτείτε αυτό… Η ζωή, είναι η ζεστή σοκολάτα. Η δουλειά, το χρήμα και οι θέσεις εργασίας σας, είναι η κούπα. Είναι απλώς τα εργαλεία για να κρατήσετε τη ζωή. Η κούπα που έχετε, δεν χαρακτηρίζει ούτε αλλάζει την ποιότητα της ζωής σας.

Μερικές φορές, με το να επικεντρώνεστε στην κούπα, δεν απολαμβάνετε τη ζεστή σοκολάτα που κάποιος σας προσφέρει απλόχερα.

Οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι, δεν είναι εκείνοι που έχουν τα καλύτερα πράγματα. Είναι εκείνοι που φτιάχνουν το καλύτερο με αυτά που έχουν.

Ζήστε απλά, αγαπάτε γενναιόδωρα, ενδιαφερθείτε βαθιά, μιλάτε ευγενικά… Οι πλουσιότεροι άνθρωποι, δεν είναι εκείνοι που έχουν τα περισσότερα, αλλά εκείνοι που χρειάζονται τα λιγότερα.

01161

[01159]

01159Μια φορά κι’ έναν καιρό, ήταν ένας τυφλός, που ζούσε με την αδελφή του σε μια καλύβα, εκεί που τέλειωνε το δάσος.

Ο τυφλός ήταν πολύ έξυπνος. Παρ’ όλο που δεν έβλεπε, έμοιαζε να ξέρει για τον κόσμο πολύ περισσότερα πράγματα απ” αυτούς που είχαν αετίσια μάτια. Συνήθιζε να κάθεται έξω από την καλύβα του, και να μιλά με περαστικούς. Αν είχαν κάποιο πρόβλημα, τον ρωτούσαν τι να κάνουν, και τους έδινε πάντα μια καλή συμβουλή. Αν υπήρχαν πράγματα που ήθελαν να μάθουν, τους απαντούσε, και όσα τους έλεγε, ήταν πάντα σωστά. Οι άνθρωποι κουνούσαν το κεφάλι τους με έκπληξη: «Τυφλέ, πώς γίνεται και είσαι τόσο σοφός;» Κι’ ο τυφλός, χαμογελούσε κι’ έλεγε: «Γιατί βλέπω με τα αυτιά μου.»

Κάποτε, η αδελφή του τυφλού ερωτεύτηκε έναν κυνηγό από ένα άλλο χωριό, και, σύντομα, παντρεύτηκαν. Και όταν τελείωσε η γαμήλια τελετή, ο κυνηγός ήρθε για να ζήσει με την νέα του γυναίκα στην καλύβα. Αλλά ο κυνηγός δεν είχε χρόνο για τον αδελφό της γυναίκας του.

«Τι αξία έχει ένας άνθρωπος που δεν βλέπει!», έλεγε.
Και η γυναίκα, του απαντούσε: «Κι’ όμως, άνδρα μου, ξέρει περισσότερα για τον κόσμο άπ’ αυτούς που βλέπουν!» Ο κυνηγός, τότε, γελούσε:
«Χα, χα! Τι μπορεί να ξέρει ένας τυφλός που ζει στο σκοτάδι; Χα, χα, χα!»

Κάθε μέρα, ο κυνηγός πήγαινε στο δάσος με παγίδες, ακόντια και βέλη, και κάθε βράδυ που γύριζε στο χωριό, ο τυφλός τού έλεγε: «Σε παρακαλώ, αύριο, άφησέ με να έλθω μαζί σου, για κυνήγι στο δάσος!». Άλλ’ ο κυνηγός κουνούσε το κεφάλι:
«Τι αξία έχει ένας που δεν βλέπει!».

Και περνούσαν οι μέρες, οι εβδομάδες, και οι μήνες, και κάθε βράδυ ο τυφλός έλεγε: «Σε παρακαλώ, άσε με να έλθω για κυνήγι αύριο!». Και, κάθε βράδυ, ο κυνηγός κουνούσε το κεφάλι…

Αλλά ένα βράδυ, ο κυνηγός είχε κέφια! Γύρισε σπίτι με καλό κυνήγι: μια χοντρή γαζέλα. Η γυναίκα του μαγείρεψε το κρέας, κι’ όταν τέλειωσαν το φαγητό, ο κυνηγός γύρισε στον τυφλό και του είπε: «Πολύ καλά. Αύριο, θα έλθεις στο κυνήγι!»

Και έτσι, το επόμενο πρωί, ξεκίνησαν μαζί για το δάσος. Ο κυνηγός με τις παγίδες του, τα ακόντια και τα βέλη, οδηγώντας τον τυφλό με το χέρι στο μονοπάτι, ανάμεσα στα δέντρα. Περπατούσαν επί ώρες.

Ξαφνικά, ο τυφλός σταμάτησε. Τράβηξε το χέρι του κυνηγού. «Ένα λιοντάρι!».
Ό κυνηγός κοίταξε τριγύρω, και δεν είδε τίποτα. «Υπάρχει ένα λιοντάρι», είπε ο τυφλός, «αλλά δεν πειράζει. Έχει φάει, και κοιμάται βαθειά. Δεν θα μας πειράξει.»
Προχώρησαν στο μονοπάτι, και πράγματι, εκεί, ήταν ξαπλωμένο, κάτω άπ’ ένα δέντρο, ένα μεγάλο λιοντάρι. Μόλις το προσπέρασαν, ο κυνηγός ρώτησε:
— Πως ήξερες για το λιοντάρι;
— Γιατί βλέπω με τα αυτιά μου, του απάντησε ο τυφλός.

Επί ώρες συνέχιζαν, και κάποια στιγμή, ο τυφλός τράβηξε το χέρι του κυνηγού.
«Σσσς! Ένας ελέφαντας! Είναι ένας ελέφαντας, αλλά βρίσκεται μέσα σε μια λίμνη, κι’ έτσι δεν θα μας πειράξει», απάντησε ο τυφλός. Προχώρησαν στο μονοπάτι, κι’ εκεί, σε μια λίμνη, ένας ελέφαντας έριχνε λάσπη στην πλάτη του. Μόλις τον πέρασαν, ο κυνηγός ρώτησε:
— Πως ήξερες για τον ελέφαντα;
— Γιατί βλέπω με τα αυτιά μου.

Και συνέχισαν, βαθειά μέσα στο δάσος, μέχρι που έφτασαν σε ένα ξέφωτο. Ό κυνηγός είπε: «Εδώ θα αφήσουμε τις παγίδες μας.» Ο κυνηγός έστησε μια παγίδα, και έδειξε στον τυφλό πώς να στήσει μιαν άλλη. Όταν και οι δύο παγίδες ήταν έτοιμες, ο κυνηγός είπε: «Θα έρθουμε αύριο, να δούμε τι πιάσαμε.» Και μαζί, πήραν τον δρόμο για το χωριό.

Το επόμενο πρωί, σηκώθηκαν νωρίς. Ξεκίνησαν μια ακόμη φορά, ακολουθώντας το μονοπάτι στο δάσος. Ο κυνηγός προσφέρθηκε να κρατά το χέρι του τυφλού, αλλά εκείνος του είπε:
«Όχι – τώρα ξέρω τον δρόμο». Ο τυφλός βάδιζε μπροστά αυτήν την φορά, και το πόδι του δεν πιάστηκε ούτε σε μια ρίζα δέντρου. Δεν έχασε ούτε μια στροφή. Περπατούσαν, περπατούσαν, μέχρι που έφθασαν στο ξέφωτο, βαθειά μέσα στο δάσος, όπου είχαν στήσει τις παγίδες.

Ο κυνηγός είδε αμέσως ότι σε κάθε παγίδα είχε πιαστεί ένα πουλί. Και είδε αμέσως, ότι το πουλί στην δική του παγίδα ήταν ένα μικρό, γκρι πουλί, ενώ εκείνο που είχε πιαστεί στην παγίδα του τυφλού ήταν ένα πανέμορφο πουλί, με φτερά πράσινα, βαθυκόκκινα και χρυσαφιά.
«Κάτσε εκεί κάτω!», είπε. «Πιάσαμε και οι δύο ένα πουλί. Θα τα φέρω από την παγίδα τους.» Κι’ έτσι, ο τυφλός κάθισε, και ο κυνηγός κατευθύνθηκε στις παγίδες, και στον δρόμο, σκεφτόταν:

«Ένας που δεν βλέπει, δεν θα καταλάβει την διαφορά…». Κι’ έτσι έδωσε στον τυφλό το μικρό, γκρι πουλί, κι’ εκείνος κράτησε για τον εαυτό του το όμορφο πουλί με τα πράσινα, βαθυκόκκινα, χρυσαφένια φτερά. Κι’ ο τυφλός πήρε στα χέρια του το μικρό, γκρι πουλί, και ξεκίνησαν για το σπίτι.

Περπατούσαν, περπατούσαν, και κάποια στιγμή, ο κυνηγός είπε:
«Αν είσαι τόσο έξυπνος, και βλέπεις με τ’ αυτιά σου, απάντησε μου σε τούτο: Γιατί υπάρχει τόσος θυμός και μίσος στον κόσμο;»
Και ο τυφλός του απάντησε: «Γιατί ο κόσμος είναι γεμάτος με ανθρώπους σαν και σένα, που παίρνουν ό,τι δεν τους ανήκει».
Και ξαφνικά, ο κυνηγός αισθάνθηκε ντροπή. Πήρε το μικρό, γκρι πουλί από το χέρι του τυφλού, και του έδωσε το όμορφο, πράσινο, βαθυκόκκινο, χρυσαφί.

«Συγγνώμη», του είπε.
Και περπατούσαν, περπατούσαν, και ο κυνηγός είπε: «Αν είσαι τόσο έξυπνος, και βλέπεις με τα αυτιά σου, απάντησε μου στο εξής: Γιατί υπάρχει τόση αγάπη και ευγένεια στον κόσμο;» Και ο τυφλός απάντησε: «Γιατί ο κόσμος είναι γεμάτος με ανθρώπους σαν εσένα, που μαθαίνουν από τα λάθη τους».

Και περπατούσαν, μέχρι που έφτασαν σπίτι. Και από εκείνη την ημέρα, αν ο κυνηγός άκουγε κάποιον να ρωτά:
«Τυφλέ, πώς γίνεται και είσαι τόσο σοφός;», έβαζε το χέρι του γύρω από τους ώμους του τυφλού, και έλεγε:

«Γιατί βλέπει με τ’ αυτιά του – και ακούει με την καρδιά του.»

[via]

[01156]

01156

Do you see that kitten chasing so prettily her own tail?

If you could look with her eyes, you might see her surrounded with hundreds of figures performing complex dramas, with tragic and comic issues, long conversations, many characters, many ups and downs of fate, — and meantime it is only puss and her tail. How long before our masquerade will end its noise of tambourines, laughter, and shouting, and we shall find it was a solitary performance?

Ralph Waldo Emerson