Να ζεί κανείς ή να μη ζεί;

O Αμλετ (“The Tragicall Historie of Hamlet, Prince of Denmarke“) είναι ένα από τα κορυφαία δράματα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Έχει μέσα τις πιο γνωστές ατάκες που χρησιμοποιούμε ακόμα στον καθημερινό μας λόγο, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι είναι από το διάσημο έργο, όπως: “Και πάνω από όλα, να είσαι αληθινός στον εαυτό σου” (This above all: to thine own self be true), “Τα υπόλοιπα είναι σιωπή” (The rest is silence), “Η κυρία διαμαρτύρεται πολύ, νομίζω” (“The lady doth protest too much, methinks”), “Τον ήξερα, Οράτιε” (I knew him, Oratio).

 

Και πόσοι από μας, όρθιοι, μέσα σε ένα λεωφορείο δεν έχουμε αναρωτηθεί “Να ζεί κανείς ή να μη ζεί”; Αυτό είναι ένα ερώτημα που θέτει ο Άμλετ, στον διάσημο μόνολο του (Act III, Scene I) βασανισμένος από αυτά που πρέπει να κάνει (δηλ. να εκδικηθεί, βλ. παρακάτω στην υπόθεση του έργου). Ο μονόλογος έχει ερμηνευτεί από πολλούς, αλλά από λίγους επιτυχώς, πχ από τον Laurence Olivier. Ο καλύτερος όμως πρέπει να είναι αυτός από τον διάσημο ηθοποιό Derek Jacobi, τον οποίο γνωρίσαμε οι περισσότεροι από την θρυλική σειρά του BBC I Claudius, στην απόδοση του Hamlet πάλι από το BBC (1980), όπου τον Κλαύδιο παίζει ο Patrick Stewart.

 

[πηγή: youtube Adrian Lester as Hamlet: ‘To be or not to be’ | Shakespeare Solos Guardian Culture]

To be, or not to be, that is the question —
Whether ’tis nobler in the mind to suffer
The slings and arrows of outrageous fortune,
Or to take arms against a sea of troubles,
And by opposing end them. To die, to sleep —
No more; and by a sleep to say we end
The heart-ache and the thousand natural shocks
That flesh is heir to — ’tis a consummation
Devoutly to be wished. To die, to sleep —
To sleep, perchance to dream. Ay, there’s the rub,
For in that sleep of death what dreams may come,
When we have shuffled off this mortal coil,
Must give us pause. There’s the respect
That makes calamity of so long life,
For who would bear the whips and scorns of time,
Th’oppressor’s wrong, the proud man’s contumely,
The pangs of disprized love, the law’s delay,
The insolence of office, and the spurns
That patient merit of th’unworthy takes,
When he himself might his quietus make
With a bare bodkin? Who would fardels bear,
To grunt and sweat under a weary life,
But that the dread of something after death,
The undiscovered country from whose bourn
No traveller returns, puzzles the will,
And makes us rather bear those ills we have
Than fly to others that we know not of?
Thus conscience does make cowards of us all,
And thus the native hue of resolution
Is sicklied o’er with the pale cast of thought,
And enterprises of great pitch and moment
With this regard their currents turn awry
And lose the name of action.
(New Cambridge Shakespeare, edited by Philip Edwards)

Να ’ναι κανείς ή να μην είναι, — αυτό είν’ το ζήτημα·
τι ’ναι στο πνεύμα ανώτερο, να υποφέρεις
πετριές και σαϊτιές αχρείας τύχης, ή
να παίρνεις τα όπλα ενάντια σ’ ένα πέλαο βάσανα
κι αντιχτυπώντας να τους δίνεις τέλος; Θάνατος, —
ύπνος, και τίποτ’ άλλο· κι αν με αυτόν τον ύπνο
παύουμε της καρδιάς τον πόνο και τις χίλιες
λαχτάρες, φυσική κληρονομιά της σάρκας,
είναι συντέλεια να την εύχεσαι με ζήλο.
Θάνατος· — ύπνος· — ύπνος, ίσως όνειρα! ε,
εδώ είναι ο κόμπος· τι σ’ αυτόν τον ύπνο του θανάτου
τι όνειρα θα ’ρθουν, όταν θα ’χουμε πετάξει τούτο
το σαρκοκάβουρο; αυτό μας κόβει· τούτη η έγνοια
κάνει τη δυστυχία να ζει τόσο πολύ·
γιατί ποιος θα δεχότανε ντροπές και χάλια
της ηλικίας, τ’ άδικο απ’ τον δυνατόν,
τον εξευτελισμό απ’ τον φαντασμένον,
τον πόνο από την περιφρονημένη αγάπη,
την άργητα του νόμου, τους τραμπουκισμούς
της εξουσίας και τις κλωτσιές που η ταπεινή
η αξία τρώει απ’ τον ανάξιο, αν μπορούσε
να έδινε μόνος του κανείς στον εαυτό του
τη λύτρωση μ’ ένα μαχαίρι; Ποιος θα το ’θέλε
να φέρνει ευθύνες, να γρυλίζει και να ιδρώνει
από το βάρος της ζωής, αν η τρομάρα
μην είναι κάτι μετά θάνατον, στον κόσμο
τον άλλο, απ’ όπου δε γυρίζει ταξιδιώτης,
δε σάστιζε τη θέληση και δε μας έκανε
να προτιμάμε να τραβάμε αυτά τα βάσανα
παρά να πάμε σε άλλα που δεν τα γνωρίζουμε;
Έτσι η συνείδηση μας κάνεις όλους δειλούς
κι έτσι το φυσικό το χρώμα της απόφασης
ξασπρίζει με τ’ ωχρό φκιασίδωμα της σκέψης
κι είναι προσπάθειες πνοής μεγάλης κι ευκαιρίας
που με την έγνοια αυτή ξεκόβεται η ορμή τους
και χάνουν το όνομα της πράξης.
Μετάφραση Βασίλη Ρώτα (Εκδόσεις Επικαιρότητα, 1997)

via

 

Υπόθεση του έργου (από την wikipedia)

Κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας είναι ο νεαρός Πρίγκιπας Άμλετ, που έχει το ίδιο όνομα με τον πατέρα του, Βασιλιά της Δανίας, ο οποίος πέθανε απροσδόκητα. Ο θείος του νεαρού Άμλετ, Κλαύδιος, ανεβαίνει στο θρόνο και παντρεύεται τη χήρα του αδερφού του, Γερτρούδη. Ο Άμλετ είναι δυσαρεστημένος από την άνοδο του θείου του στο θρόνο, τον οποίο θεωρεί πολύ κατώτερο και ανάξιο σύγκρισης με τον πατέρα του, και τον εσπευσμένο γάμο της μητέρας του, Γερτρούδης, με τον αδερφό του νεκρού συζύγου της.

Ένα βράδυ, στους νυχτοφύλακες του Κάστρου Έλσινορ εμφανίζεται ένα φάντασμα που μοιάζει στο νεκρό Βασιλιά Άμλετ, εξαφανίζεται όμως πριν ακούσουν το μήνυμα που ήθελε να τους μεταφέρει. Ειδοποιείται ο Πρίγκιπας Άμλετ και το φάντασμα επανεμφανίζεται και του αποκαλύπτει ότι ο πατέρας του δολοφονήθηκε από τον Κλαύδιο και τον διατάζει να πάρει εκδίκηση. Ο Άμλετ σχεδιάζει να αποκαλύψει την ενοχή του Κλαύδιου παριστάνοντας τον τρελό.

Από την τρέλα του Άμλετ έλκεται η προσοχή του Κλαύδιου και της Γερτρούδης, που βάζουν τους Ρόζεγκραντζ και Γκιλντεστέρν, παλιούς συμφοιτητές του Άμλετ, να τον παρατηρήσουν για να βρουν την αιτία της τρέλας του. Ο Πολώνιος, βασιλικός σύμβουλος, υποπτεύεται ότι αιτία της τρέλας του Άμλετ είναι η αγάπη του για την Οφηλία, την κόρη του. Ωστόσο, σε μια συνάντησή τους, όπου παρακολουθούνται, ο Άμλετ δε δείχνει να αγαπά την Οφηλία, καθώς της λέει να κλειστεί σε μοναστήρι.

Ο Άμλετ σχεδιάζει να ανεβάσει μια παράσταση που θα παρουσιάζει το φόνο του πατέρα του, σκοπεύοντας να ξεσκεπάσει τον Κλαύδιο. Κατά τη διάρκεια του έργου, ο Κλαύδιος αποχωρεί. Την κίνηση παρατηρεί ο Οράτιος, έμπιστος φίλος του Άμλετ, κι ο Άμλετ αποφασίζει να εκδικηθεί για το θάνατο του πατέρα του. Ετοιμάζεται να σκοτώσει τον Κλαύδιο, αλλά τον βρίσκει να προσεύχεται και σκέφτεται ότι αν τον σκοτώσει εκείνη τη στιγμή, ο Κλαύδιος θα πάει στον Παράδεισο, κάτι που δεν του αξίζει. Ωστόσο, όταν ο Άμλετ φεύγει, ο Κλαύδιος αποκαλύπτει ότι δεν προσευχόταν με πολλή ευλάβεια για κάτι.

Ο Άμλετ πηγαίνει να αντιμετωπίσει τη μητέρα του. Ακούγοντας ένα θόρυβο πίσω από μια κουρτίνα, τείνει το σπαθί του και κατά λάθος σκοτώνει τον Πολώνιο, που κρυφάκουγε. Φοβούμενος για την ασφάλειά του, ο Κλαύδιος στέλνει στην Αγγλία τον Άμλετ και μαζί τους Ρόζεγκραντζ και Γκιλντεστέρν, με εντολή να τον σκοτώσουν. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο Άμλετ ανακαλύπτει την δολοπλοκία και οδηγεί στο θάνατο τους δύο επίδοξους δολοφόνους του. Το πλοίο τους πέφτει στα χέρια πειρατών αλλά ο Άμλετ πληρώνοντας λύτρα, τελικά αφήνεται ελεύθερος.

Γεμάτη θλίψη, η Οφηλία τρελαίνεται και πνίγεται σε ένα ποτάμι. Από τη Γαλλία επιστρέφει γεμάτος οργή ο Λαέρτης, γιος του Πολώνιου κι αδερφός της Οφηλίας. Ο Κλαύδιος πείθει το Λαέρτη ότι ο Άμλετ είναι υπεύθυνος για το θάνατο του Πολώνιου και, με την επιστροφή του Άμλετ στη Δανία, στοιχηματίζει ότι ο Άμλετ μπορεί να νικήσει στη μάχη το Λαέρτη. Η μάχη όμως είναι στημένη: το σπαθί του Λαέρτη έχει δηλητήριο, όπως και το κρασί στο ποτήρι του Άμλετ.

Κατά τη διάρκεια της μάχης, η Γερτρούδη πίνει από το δηλητηριασμένο κρασί και πεθαίνει. Ο Λαέρτης καταφέρνει να τραυματίσει τον Άμλετ, αλλά λαβώνεται από τον ίδιο. Προτού ξεψυχήσει, αποκαλύπτει το σχέδιο δολοφονίας του Κλαύδιου εναντίον του Άμλετ. Ο Άμλετ, λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή από το δηλητήριο, καταφέρνει να σκοτώσει τον Κλαύδιο. Στη σκηνή καταφθάνει ο Φόρτινμπρας, ένας Νορβηγός φιλόδοξος πρίγκιπας που έρχεται εναντίον της Δανίας με το στρατό του. Ο Οράτιος αφηγείται όσα έχουν συμβεί κι ο Φόρτινμπρας διατάζει να αποδοθούν τιμές στο νεκρό Άμλετ.

Μια πολύ ωραία περίληψη του έργου μπορείτε να δείτε παρακάτω.

 

[πηγή: youtube Hamlet Derek Jacobi BBC 1980]

Και για όσους το θέλουν σε animation.

Leave a comment