Τι να πεις…

Ο Χρόνης Μίσσιος ήταν αιχμάλωτος του εμφύλιου πολέμου που συνέβη στη χώρα μας την περίοδο 1946-49. Ανάμεσα στις πολλές φυλακές που βρέθηκε κλεισμένος ήταν και οι φυλακές της Κέρκυρας:
“Μόλις έκλεινε η φυλακή κι ετοιμαζόμασταν να φάμε, γκράγκα γκρούγκα οι σιδεριές, πλακώνανε τα καρακόλια. Ξέραμε ότι έρχονται να πάρουν για εκτέλεση. Άνοιγαν, που λες, το κελί απ’ το οποίο ήθελαν να πάρουν κάποιον, μας είχαν παστωμένους πέντ’ έξι σε κάθε κελί, που ήταν φτιαγμένο για έναν άνθρωπο, άσ’ τα, άνοιγαν που λες το κελί, στέκονταν στην πόρτα, και μας κοιτάζανε. Όλοι τώρα ήμαστε μελλοθάνατοι, ε; και ξέραμε ότι κάποιον από μας θα πάρουν. Κοιτάζανε που λες μια το χαρτί και μια εμάς… Αυτή η ιστορία μπορεί να κράταγε από πέντε λεπτά ως και ένα τέταρτο. Ύστερα, αφού έκριναν πως σιτέψαμε, λέγανε, ας πούμε, Γιώργο, έλα -μας ήξεραν, βλέπεις, και με τα μικρά μας ονόματα, οι χαμούρες. Τέλος, σηκωνόταν να πούμε ο Γιώργος, άφηνε το γράμμα του -όλοι μας είχαμε ένα γράμμα έτοιμο για τους δικούς μας- αγκαλιαζόμασταν, φιλιόμασταν, και την ώρα που έβγαινε από την πόρτα λέγανε, για στάσου μια στιγμή, α, λάθος, δεν είσαι συ, είναι ο Παύλος… Χαμούρες, σου λέω, εντελώς άνανδροι. Άλλες φορές πάλι, γράφανε σ’ ένα χαρτάκι τα ονόματα αυτών που θα ‘παιρναν το βράδυ για εκτέλεση, το έδεναν σ’ ένα σπαγκάκι και το ‘σερναν μέσα στο προαύλιο. Όλοι ήμασταν θανατηφόροι. Ε, άντε να μη συρθείς από πίσω να δεις αν είναι τ’ όνομά σου γραμμένο στο χαρτάκι… Εμείς φεύγαμε από το προαύλιο και κλεινόμασταν στα κελιά μας. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι είχαν παιδιά, είχαν φίλους, αγαπούσαν ίσως κάποιους ανθρώπους… Τι να πεις…”

ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ “…ΚΑΛΑ, ΕΣΥ ΣΚΟΤΩΘΗΚΕΣ ΝΩΡΙΣ” Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Leave a comment